Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • τηλαυγής , ής, ές τη-λαυ-γής επίθ. {τηλαυγ-ούς | -είς (ουδ. -ή)} (λόγ.-λογοτ.): που εκπέμπει φως σε μακρινή απόσταση, που φωτίζει από μακριά: (κυρ. μτφ., για πρόσ.) ~ αστέρας του πνεύματος (πβ. ακτινο-, φεγγο-, φωτο-βόλος). Υπήρξε φάρος ~ για τους συνανθρώπους του (= καθοδηγητής, οδηγός). [< αρχ. τηλαυγής]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.