τηλεπαθητικός , ή, ό τη-λε-πα-θη-τι-κός επίθ./ουσ.: που σχετίζεται με την τηλεπάθεια: ~ή: επαφή/επικοινωνία. ~ό: φαινόμενο. ~ές: δυνάμεις/ικανότητες. ~ά: κύματα/όνειρα.|| (ως ουσ., για πρόσ.) Οι ~οί επικοινωνούν νοητικά. Βλ. μεταφυσικός, -παθητικός. ● επίρρ.: τηλεπαθητικά [< γερμ. telepathisch, γαλλ. télépathique, αγγλ. telepathic]
μεταφυσικός
μεταφυσικός, ή, ό με-τα-φυ-σι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με ό,τι δεν μπορεί να συλληφθεί εμπειρικά, να εξηγηθεί λογικά: ~ός: κόσμος/προβληματισμός/φόβος. ~ή: αγωνία/διάσταση (π.χ. της τέχνης)/εμπειρία/ποίηση. ~ό: θρίλερ. ~ά: ερωτήματα (για την ύπαρξη του Θεού)/θέματα/φαινόμενα. Πβ. υπερ-αισθητός, -βατικός, -φυσικός.2. ΦΙΛΟΣ. που αναφέρεται στη μεταφυσική: ~ός: φιλόσοφος. ~ές: θεωρίες. ● Ουσ.: μεταφυσικό (το): οτιδήποτε δεν μπορεί να συλληφθεί και να εξηγηθεί με βάση τις αισθήσεις και τη λογική: η σχέση του ανθρώπου με το ~ό., μεταφυσικός (ο/η) 1. πρόσωπο που ασχολείται επαγγελματικά με το μεταφυσικό ή πιστεύει σε αυτό. 2. μεταφυσικός φιλόσοφος. [< γαλλ. métaphysicien] ● επίρρ.: μεταφυσικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: μεταφυσική ζωγραφική: ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. είδος ζωγραφικής που άνθισε στην Ιταλία στις αρχές του 20ού αι., με κύριο χαρακτηριστικό την αναζήτηση της αινιγματικής πλευράς της πραγματικότητας. [< ιταλ. pittura metafisica] [< μεσν. μεταφυσικός, γαλλ. métaphysique, αγγλ. metaphysical]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.