τηλεργασία τη-λερ-γα-σί-α ουσ. (θηλ.) & τηλεεργασία: απασχόληση εκτός του συμβατικού χώρου εργασίας, κατ' οίκον ή σε απομακρυσμένα γραφεία, με χρήση των τεχνολογιών της πληροφορικής και των τηλεπικοινωνιών: διάσπαρτη (: οι τηλεργαζόμενοι μετατίθενται από περιοχή σε περιοχή ανάλογα με τις ανάγκες της επιχείρησης)/νομαδική (: οι τηλεργαζόμενοι δεν έχουν σταθερό χώρο εργασίας, βλ. ψηφιακοι νομάδες) ~. ~ στο Δημόσιο. ~ με τη βοήθεια κινητού γραφείου. Κέντρο (βλ. τηλεκέντρο, τηλεσταθμός)/μορφές/υπηρεσίες ~ας. Εφαρμογή ~ας σε νησιωτικές περιοχές. Βλ. τηλεσυνεργασία. [< γαλλ. télétravail, 1978, αγγλ. telecommuting, 1974, teleworking, 1984, distance/remote working]
τηλεκέντρο
τηλεκέντρο τη-λε-κέ-ντρο ουσ. (ουδ.): οργανωμένος δημόσιος χώρος στον οποίο παρέχεται η δυνατότητα στο κοινό να έχει πρόσβαση σε υπολογιστές, στο διαδίκτυο και γενικότ. σε ψηφιακές τεχνολογίες· ειδικότ. κέντρο τηλεργασίας: πιλοτικό ~. Βλ. τηλεσταθμός. [< αγγλ. telecenter]
τηλεσυνεργασία
τηλεσυνεργασία τη-λε-συ-νερ-γα-σί-α ουσ. (θηλ.): ΤΕΧΝΟΛ. συνεργασία απομακρυσμένων συνομιλητών μέσω ηλεκτρονικού και τηλεπικοινωνιακού δικτύου: (α)σύγχρονη ~. ~ μεταξύ τηλετάξεων (βλ. τηλεκπαίδευση). Αίθουσα/εργαλεία/εφαρμογές ~ας. [< αγγλ. telecollaboration, telecooperation]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.