Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • τιμάριθμος τι-μά-ριθ-μος ουσ. (αρσ.) {-ου (συνήθ. λόγ.) -ίθμου}: ΟΙΚΟΝ. δείκτης των μεταβολών στο γενικό επίπεδο τιμών ανάμεσα σε δύο χρονικές περιόδους: δομικός (: εξαιρεί τις μεταβολές σε καύσιμα και οπωροκηπευτικά)/εναρμονισμένος ~. ~ κόστους ζωής. Άνοδος/αποκλιμάκωση/εκτίναξη/μείωση/υποχώρηση του ~ίθμου. ~οι χονδρικής και λιανικής πώλησης. Στο ...% διαμορφώθηκε/έπεσε/σκαρφάλωσε ο ~ το προηγούμενο έτος. Άλμα του ~ου/στα ύψη ο ~ παρά την ύφεση. ● ΣΥΜΠΛ.: ρήτρα συναλλάγματος/(ξένου) νομίσματος/χρυσού/τιμαρίθμου βλ. ρήτρα [< γερμ. Wertzahl, αγγλ. price index]

ρήτρα

ρήτρα [ῥήτρα] ρή-τρα ουσ. (θηλ.): ΝΟΜ. όρος σύμβασης: απαλλακτική (= ~ απαλλαγής)/ασφαλιστήρια/γενική/διαιτητική/ειδική/κοινωνική/συμβατική/συμπληρωματική/τιμαριθμική/υποχρεωτική ~. ~ αγοράς/αναπροσαρμογής/αποδέσμευσης/αποζημίωσης/διαιτησίας/διαφάνειας/εμπιστευτικότητας/επιφύλαξης/παραίτησης/συμβολαίου. Άρση/εφαρμογή/κατάργηση/ισχύς/χρήση ~ας. ~ες συλλογικής δράσης. || ~ διαφυγής (από το σύμφωνο σταθερότητας). Πβ. διάταξη.|| (προφ., για φοιτητή) Έβαλα ~ 9, γιατί θέλω να πάρω πτυχίο με άριστα (: να επανεξεταστώ, αν βαθμολογηθώ κάτω από 9). ● ΣΥΜΠΛ.: ποινική ρήτρα: ΝΟΜ. σύμφωνα με την οποία, αν ο οφειλέτης δεν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του, δεσμεύεται να καταβάλει στον δανειστή κάποια παροχή, συνήθ. χρηματική., ρήτρα συναλλάγματος/(ξένου) νομίσματος/χρυσού/τιμαρίθμου: ΟΙΚΟΝ. όρος οικονομικής συναλλαγής με βάση τον οποίο η αντιστοιχία του εθνικού νομίσματος γίνεται προς το αναφερόμενο συνάλλαγμα ή νόμισμα, τον χρυσό ή τον τιμάριθμο., ρήτρα εξαίρεσης βλ. εξαίρεση ● ΦΡ.: ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής: ΝΟΜ.-ΠΟΛΙΤ. (στην Ευρωπαϊκή Νομοθεσία) υποχρέωση παροχής βοήθειας από όλα τα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε κράτος-μέλος που δέχεται ένοπλη ή τροµοκρατική επίθεση ή πλήττεται από φυσική καταστροφή., ρήτρα του μάλλον ευνοούμενου κράτους: ΝΟΜ. (στο Διεθνές Δίκαιο) σύμφωνα με την οποία ένα κράτος δεσμεύεται για ευνοϊκότερη μεταχείριση κράτους με το οποίο έχει συνάψει εμπορική συνθήκη, σε σχέση με τρίτο. [< γαλλ. clause de la nation la plus favorisée] [< αρχ. ῥήτρα ‘συμφωνία, διάταγμα, λόγος’, γαλλ. clause]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.