Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 4 εγγραφές  [0-4]


  • τιμόνι τι-μό-νι ουσ. (ουδ.) {τιμον-ιού} 1. ΜΗΧΑΝΟΛ. όργανο του συστήματος διεύθυνσης οχήματος ή σκάφους για τον έλεγχο της κίνησής του: αγωνιστικό/ανατομικό/βαρύ/δερμάτινο/ελαφρύ/ηλεκτρικό/πλαστικό/σκληρό/σπορ/στρογγυλό/υδραυλικό ~. ~ με αερόσακο. Κάλυμμα/κλείδωμα/κολόνα/ντίζα/τηλεχειριστήριο ~ιού. Η βάση του ~ιού. Κοσκίνισμα/τρεμούλιασμα του ~ιού. Ρύθμιση της θέσης/του ύψους του ~ιού. Αντίβαρα ~ιού μοτοσικλέτας. Αυτοκίνητο με το ~ αριστερά/δεξιά. Του έφυγε το ~ (: έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου). Διόρθωσε/ίσιωσε/κράτα/μην αφήνεις/πιάσε και με τα δύο χέρια το ~. Γύρισε/κόψε/στρίψε το ~ δεξιά.|| (κατ' επέκτ.) Είναι/κάθεται στο ~ (: οδηγεί ως επαγγελματίας) από ... χρονών. Κοιμήθηκε στο ~ (= κατά την οδήγηση). Είναι άσος στο ~ (πβ. βολάν).|| Ναυτικό ~. ~ αεροπλάνου/ιστιοφόρου/πλοίου (= πηδάλιο). Αλουμινένιο ~ ποδηλάτου.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) Περιφερειακό ~ σε ηλεκτρονικό παιχνίδι (βλ. τιμονιέρα). 2. (μτφ.) διοίκηση, ηγεσία: αλλαγή στο ~ της επιχείρησης. Ανέλαβε/κρατά (γερά) το ~ της εταιρείας. Τον διαδέχτηκε/παραμένει στο ~ του κόμματος (πβ. αρχηγία). ΣΥΝ. πηδάλιο (2) ● Υποκ.: τιμονάκι (το) ● Μεγεθ.: τιμονάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: ανάποδο τιμόνι: (στην αγωνιστική οδήγηση) τεχνική κατά την οποία ο οδηγός μπαίνει σε στροφή στρίβοντας το τιμόνι σε κατεύθυνση αντίθετη από αυτή της στροφής. [< μεσν. τιμόνι < βεν. timon]
  • τιμονιά τι-μο-νιά ουσ. (θηλ.) (προφ.): ο τρόπος που χειρίζεται κάποιος το τιμόνι, συνήθ. του αυτοκινήτου, και κυρ. απότομη στροφή του τιμονιού: ανάποδη/κακή/λάθος ~. Απαλές/άτσαλες/γρήγορες/κοφτές ~ιές. ~ αριστερά. Τραβώ (μια) ~. Βλ. γκαζιά, στραβο~.
  • τιμονιέρα τι-μο-νιέ-ρα ουσ. (θηλ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. τιμόνι που δίνει την αίσθηση ρεαλιστικής οδήγησης σε ηλεκτρονικά παιχνίδια αγώνων ταχύτητας: ασύρματη ~. ~ για Η/Υ. Σετ ~ας και πεντάλ. 2. ΝΑΥΤ. το τιμόνι σκάφους και κατ' επέκτ. ο αντίστοιχος χώρος πάνω στο σκάφος: εσωτερική ~. ~ φουσκωτού. ~ ανοικτού ή κλειστού τύπου. Βλ. -ιέρα, πιλοτήριο.
  • τιμονιέρης τι-μο-νιέ-ρης ουσ. (αρσ.) {σπάν. θηλ. τιμονιέρισσα} (προφ.) 1. πρόσωπο που χειρίζεται το τιμόνι ή συνηθέστ. το πηδάλιο μικρού κυρ. σκάφους· οδηγός: ~ της βάρκας/του καραβιού (πβ. καραβοκύρης, πηδαλιούχος). Βλ. -ιέρης. 2. (μτφ.) αυτός που έχει τη διοίκηση ενός οργανισμού ή τον έλεγχο μιας συλλογικής προσπάθειας, επικεφαλής: άξιος/ικανός ~. Ο νέος ~ (= ηγέτης) του κόμματος. Ο ~ της επανάστασης (πβ. αρχηγός)/της ομάδας (πβ. προπονητής). Οι ~ηδες της χώρας (: διοικούντες, κρατούντες). [< 1: βεν. timonier]

γκαζιά

γκαζιά γκα-ζιά ουσ. (θηλ.) {συνήθ. στον πληθ.} (νεαν. αργκό): απότομο πάτημα του γκαζιού για γρήγορη ανάπτυξη ταχύτητας: ~ιές και σπινιαρίσματα. Βλ. τιμονιά.|| (συνεκδ. για δήλωση μικρής απόστασης:) Μια ~ είναι μέχρι τον σταθμό.

-ιέρα

-ιέρα επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. δοχείο: αλατ~/βουτυρ~/ζαχαρ~/ξηροκαρπ~/σαλατ~/φρουτ~/ψωμ~. 2. συσκευή: γκριλ~/κρεπ~/σαντουιτσ~/τοστ~/φρυγαν~/ψηστ~.|| Σιντ~. 3. σκεύος: (κουτί, θήκη:) καπελ~/μπιζουτ~/πουδρ~.|| (γενικότ. κατασκευή:) Zαρντιν~.|| (έπιπλο:) Αλλαξ~/σιφον~/συρταρ~ (πβ. -θήκη).

-ιέρης

-ιέρης {-ιέρηδες | θηλ. -ιέρα, -ιέρισσα}: επίθημα ουσιαστικών που δηλώνει επαγγελματία: γκαραζ-ιέρης/γονδολ~/καμηλ~/πορτ~.|| Καμαρ-ιέρα.|| Τιμον-ιέρης.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.