τιμόνι τι-μό-νι ουσ. (ουδ.) {τιμον-ιού} 1. ΜΗΧΑΝΟΛ. όργανο του συστήματος διεύθυνσης οχήματος ή σκάφους για τον έλεγχο της κίνησής του: αγωνιστικό/ανατομικό/βαρύ/δερμάτινο/ελαφρύ/ηλεκτρικό/πλαστικό/σκληρό/σπορ/στρογγυλό/υδραυλικό ~. ~ με αερόσακο. Κάλυμμα/κλείδωμα/κολόνα/ντίζα/τηλεχειριστήριο ~ιού. Η βάση του ~ιού. Κοσκίνισμα/τρεμούλιασμα του ~ιού. Ρύθμιση της θέσης/του ύψους του ~ιού. Αντίβαρα ~ιού μοτοσικλέτας. Αυτοκίνητο με το ~ αριστερά/δεξιά. Του έφυγε το ~ (: έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου). Διόρθωσε/ίσιωσε/κράτα/μην αφήνεις/πιάσε και με τα δύο χέρια το ~. Γύρισε/κόψε/στρίψε το ~ δεξιά.|| (κατ' επέκτ.) Είναι/κάθεται στο ~ (: οδηγεί ως επαγγελματίας) από ... χρονών. Κοιμήθηκε στο ~ (= κατά την οδήγηση). Είναι άσος στο ~ (πβ. βολάν).|| Ναυτικό ~. ~ αεροπλάνου/ιστιοφόρου/πλοίου (= πηδάλιο). Αλουμινένιο ~ ποδηλάτου.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) Περιφερειακό ~ σε ηλεκτρονικό παιχνίδι (βλ. τιμονιέρα).2. (μτφ.) διοίκηση, ηγεσία: αλλαγή στο ~ της επιχείρησης. Ανέλαβε/κρατά (γερά) το ~ της εταιρείας. Τον διαδέχτηκε/παραμένει στο ~ του κόμματος (πβ. αρχηγία). ΣΥΝ. πηδάλιο (2) ● Υποκ.: τιμονάκι (το) ● Μεγεθ.: τιμονάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: ανάποδο τιμόνι: (στην αγωνιστική οδήγηση) τεχνική κατά την οποία ο οδηγός μπαίνει σε στροφή στρίβοντας το τιμόνι σε κατεύθυνση αντίθετη από αυτή της στροφής. [< μεσν. τιμόνι < βεν. timon]
τιμονιά τι-μο-νιά ουσ. (θηλ.) (προφ.): ο τρόπος που χειρίζεται κάποιος το τιμόνι, συνήθ. του αυτοκινήτου, και κυρ. απότομη στροφή του τιμονιού: ανάποδη/κακή/λάθος ~. Απαλές/άτσαλες/γρήγορες/κοφτές ~ιές. ~ αριστερά. Τραβώ (μια) ~. Βλ. γκαζιά, στραβο~.
τιμονιέρα τι-μο-νιέ-ρα ουσ. (θηλ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. τιμόνι που δίνει την αίσθηση ρεαλιστικής οδήγησης σε ηλεκτρονικά παιχνίδια αγώνων ταχύτητας: ασύρματη ~. ~ για Η/Υ. Σετ ~ας και πεντάλ.2. ΝΑΥΤ. το τιμόνι σκάφους και κατ' επέκτ. ο αντίστοιχος χώρος πάνω στο σκάφος: εσωτερική ~. ~ φουσκωτού. ~ ανοικτού ή κλειστού τύπου. Βλ. -ιέρα, πιλοτήριο.
τιμονιέρης τι-μο-νιέ-ρης ουσ. (αρσ.) {σπάν. θηλ. τιμονιέρισσα} (προφ.) 1. πρόσωπο που χειρίζεται το τιμόνι ή συνηθέστ. το πηδάλιο μικρού κυρ. σκάφους· οδηγός: ~ της βάρκας/του καραβιού (πβ. καραβοκύρης, πηδαλιούχος). Βλ. -ιέρης.2. (μτφ.) αυτός που έχει τη διοίκηση ενός οργανισμού ή τον έλεγχο μιας συλλογικής προσπάθειας, επικεφαλής: άξιος/ικανός ~. Ο νέος ~ (= ηγέτης) του κόμματος. Ο ~ της επανάστασης (πβ. αρχηγός)/της ομάδας (πβ. προπονητής). Οι ~ηδες της χώρας (: διοικούντες, κρατούντες). [< 1: βεν. timonier]
γκαζιά
γκαζιά γκα-ζιά ουσ. (θηλ.) {συνήθ. στον πληθ.} (νεαν. αργκό): απότομο πάτημα του γκαζιού για γρήγορη ανάπτυξη ταχύτητας: ~ιές και σπινιαρίσματα. Βλ. τιμονιά.|| (συνεκδ. για δήλωση μικρής απόστασης:) Μια ~ είναι μέχρι τον σταθμό.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.