Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • τιρκουάζ τιρ-κου-άζ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & τουρκουάζ 1. ΟΡΥΚΤ. ημιπολύτιμος λίθος, συνήθ. αδιαφανής και με γαλαζοπράσινο χρώμα: συνθετικό ~. Σκουλαρίκια με διαμάντια και ~. Βλ. γαλαζόπετρα, περουζές. 2. (συνεκδ.) το αντίστοιχο χρώμα: (ως επίθ.) ~ νερά/παραλία. Βλ. κυανοπράσινος. [< γαλλ. turquoise]

γαλαζόπετρα

γαλαζόπετραγα-λα-ζό-πε-τρα ουσ. (θηλ.) 1. ΟΡΥΚΤ. κοινή ονομασία του ένυδρου θειικού χαλκού, ορυκτού με μεγάλους διαφανείς κρυστάλλους ευδιάλυτους στο νερό. 2. μείγμα θειικού χαλκού και ασβέστη που διαλύεται σε νερό και χρησιμοποιείται ως φυτοφάρμακο για την προστασία κυρ. των αμπελιών από τον περονόσπορο και τις μυκητιάσεις: ψεκασμοί με θειάφι και ~. 3. κάθε (ημι)πολύτιμος λίθος γαλάζιου χρώματος. Βλ. περουζές, τιρκουάζ.

κυανοπράσινος

κυανοπράσινος, η, ο κυ-α-νο-πρά-σι-νος επίθ. (λόγ.): γαλαζοπράσινος. Βλ. τιρκουάζ. ΣΥΝ. πρασινογάλαζος ● ΣΥΜΠΛ.: κυανοπράσινα φύκη & γαλαζοπράσινα φύκια: κυανοβακτήρια. Βλ. σπιρουλίνα. ΣΥΝ. κυανοφύκη

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.