Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • τις ερωτημ. αντων. {τίνος, τίνι, τίνα} (αρχαιοπρ.): κυρ. στις ● ΦΡ.: Αλτ! Τις ει; βλ. αλτ1, κατά τι βλ. κατά, με τι/ποιον τρόπο; βλ. τρόπος, τις αγορεύειν βούλεται; βλ. αγορεύω, τις οίδε; βλ. οίδα ● βλ. τίνος [< αρχ. τίς]

αγορεύω

αγορεύω [ἀγορεύω] α-γο-ρεύ-ω ρ. (αμτβ.) {αγόρευ-σα} (λόγ.) ΣΥΝ. ρητορεύω 1. εκφωνώ λόγο ενώπιον ακροατηρίου (στη Βουλή, στο δικαστήριο): ~ από το βήμα της Βουλής/ενώπιον του δικαστηρίου/επικριτικά. ~σε για τον μετριασμό της ποινής. Ο συνήγορος/η υπεράσπιση ~ει. Βλ. αν~, προσ~. 2. (ειρων.) μιλώ με προσποιητό, πομπώδες ύφος: ~ει με στόμφο. ● ΦΡ.: τις αγορεύειν βούλεται; (αρχαιοπρ.): (ερώτηση του κήρυκα στην Εκκλησία του Δήμου της αρχαίας Αθήνας) ποιος θέλει να μιλήσει, να εκφωνήσει λόγο, το βήμα είναι ελεύθερο γι' αυτόν που θέλει να πάρει τον λόγο. [< 1: αρχ. ἀγορεύω]

αλτ1

αλτ1 [ἅλτ] επιφών.: διεθνές στρατιωτικό ή γυμναστικό παράγγελμα για ακινητοποίηση, σταμάτημα: Λόχος, ~! ~! Προσοχή! Πβ. ακίνητος! στάσου! στοπ! ΑΝΤ. μαρς || (μτφ.) ~ (= στοπ, τέρμα) στη φοροδιαφυγή. ● ΦΡ.: Αλτ! Τις ει; (ως παράγγελμα): ΣΤΡΑΤ. Ακίνητος! Ποιος είσαι; ~ ~; φώναξε ο σκοπός της πύλης. [< γαλλ. halte]

κατά

κατά κα-τά πρόθ. (+ αιτ.) & κατ' (μπροστά από φωνήεν) & καθ' (μπροστά από λέξη που παλαιότ. δασυνόταν) δηλώνει: 1. τόπο: (κατεύθυνση) Κατευθύνομαι ~ (= προς) τον βορρά/την πόλη. ~ πού πέφτει αυτό το μέρος; ~ δω/κει.|| (έκταση) ~ γη και ~ θάλασσα. 2. χρόνο: (συχνότητα, επανάληψη) ~ περιόδους.|| (διάρκεια) ~ την απουσία του/τους ελληνιστικούς χρόνους/τις εργάσιμες μέρες και ώρες/τους θερινούς μήνες/τον 3ο π.Χ. αι. Καθ' όλο το 24ωρο.|| (προσέγγιση) ~ την άνοιξη. Θα βρεθούμε ~ το βραδάκι/τις οκτώ. Πβ. περίπου.|| (στιγμή) Έλεγχος ~ την αναχώρηση/έναρξη. Προβλήματα ~ την εγκατάσταση. 3. τρόπο: κατ' αλφαβητική σειρά. 4. (+ γεν.) εναντίωση: πάλη ~ του εγκλήματος. Εκστρατεία ~ του καπνίσματος. Παγκόσμια Ημέρα ~ των Ναρκωτικών. Είμαι ~ του πολέμου (: αντίθετος με τον πόλεμο). Πβ. εναντίον.|| (εχθρική διάθεση) Έρχονταν ~ πάνω μας.|| (ως επίρρ.) Ψηφίζω ~. Πόσοι είναι ~; ΑΝΤ. υπέρ (1) 5. επιμερισμό: τοποθέτηση/χωρισμός ~ ηλικία/φύλο. Εργασία ~ ομάδες. Χρέωση ... ευρώ κατ' άτομο. Φάλαγγα κατ' άνδρα (: ο ένας πίσω από τον άλλο). Κατ' άρθρο ερμηνεία του νόμου. Παραταχθείτε ~ τριάδες! ΣΥΝ. ανά (1) 6. συμφωνία: ~ τη γνώμη μου/τις διατάξεις του νόμου/τα λεγόμενα/τον συγγραφέα ... Πράττω ~ συνείδηση.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Το ~ Λουκάν/Ματθαίον Ευαγγέλιο. 7. αναφορά, σχέση, αναλογία: ταξινόμηση ~ μέγεθος. Προαγωγή κατ' αρχαιότητα. Κάθισμα οδηγού ρυθμιζόμενο καθ' ύψος, απόσταση και κλίση. Διαφέρουν ~ την ηλικία. ΣΥΝ. ως προς.|| (προφ.) ~ τον γονιό κι ο γιος. 8. ποσότητα: ~ δύο κιλά πιο βαρύς/τρία χρόνια μεγαλύτερος. Κατ' ελάχιστο. Πτώση ~ δύο μονάδες. Πουλάει τα προϊόντα ~ πολύ φτηνότερα.|| (έναρθρο) Αξιολογείται/ελέγχεται το ~ πόσο έχει τα προσόντα. ● Ουσ.: κατά (τα): αρνητικά στοιχεία, μειονεκτήματα: τα υπέρ και τα ~. ● ΣΥΜΠΛ.: κατά κορυφήν γωνίες βλ. γωνία ● ΦΡ.: κατά πώς βλ. καταπώς., κατά τι: σε μικρό βαθμό, λίγο, κάπως: Ο πληθυσμός είναι ~ ~ περισσότερος σε σχέση με ... ~ ~ ακριβότερο από πέρσι θα είναι το γιορτινό τραπέζι. Τα έξοδα προβλέπεται να αυξηθούν ~ ~., (αυτός) καθ' (ε)αυτόν/καθ(ε)αυτόν, (αυτοί) καθ' (ε)αυτούς/καθ(ε)αυτούς βλ. εαυτός, (τα) κατά συνθήκη(ν) ψεύδη βλ. ψεύδος, ακολουθώ κατά βήμα/βήμα προς βήμα βλ. βήμα, ακολουθώ κατά πόδας βλ. πους, ανά/κατ' έτος βλ. έτος, ανά/κατά ζεύγη βλ. ζεύγος, από/κατά σύμπτωση βλ. σύμπτωση, εκ συστήματος/κατά σύστημα βλ. σύστημα, εν πρώτοις/κατά πρώτον βλ. πρώτος, επί λέξει βλ. λέξη, καθ' εκάστην βλ. έκαστος, καθ' έξιν βλ. έξη, καθ' οδόν βλ. οδός, καθ' ολοκληρία(ν) βλ. ολοκληρία, καθ' υπαγόρευση βλ. υπαγόρευση, καθ' υπέρβαση βλ. υπέρβαση, καθ' υπόδειξη βλ. υπόδειξη, καθ΄ο/καθ' α βλ. ος, η, ο, καθ’ υποβολή(ν) βλ. υποβολή, καθαυτό & καθεαυτό & καθ' αυτό & καθ' εαυτό βλ. εαυτός, κατ' ακολουθία(ν) βλ. ακολουθία, κατ' ανάγκη(ν)/εξ ανάγκης βλ. ανάγκη, κατ' αναλογία βλ. αναλογία, κατ' αντιζυγία βλ. αντιζυγία, κατ' αντιμωλία(ν) βλ. αντιμωλία, κατ' αντιπαράθεση βλ. αντιπαράθεση, κατ' αντιπαράσταση βλ. αντιπαράσταση, κατ' αποκοπή(ν) βλ. αποκοπή, κατ' απομίμηση βλ. απομίμηση, κατ' έγκληση βλ. έγκληση, κατ' έθος βλ. έθος, κατ' εικόνα και (καθ') ομοίωσιν βλ. εικόνα, κατ' εκλογή(ν) βλ. εκλογή, κατ' εκτίμηση βλ. εκτίμηση, κατ' εμέ βλ. εγώ, κατ' εντολή(ν)/βάσει εντολής/εντολών βλ. εντολή, κατ' εξαίρεση βλ. εξαίρεση, κατ' εξακολούθηση βλ. εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα βλ. επάγγελμα, κατ' επανάληψη βλ. επανάληψη, κατ' επέκταση βλ. επέκταση, κατ' επιλογή(ν) βλ. επιλογή, κατ' επίφαση βλ. επίφαση, κατ' έτος βλ. έτος, κατ' ευφημισμό(ν) βλ. ευφημισμός, κατ' ευχήν βλ. ευχή, κατ' εφαρμογή βλ. εφαρμογή, κατ' ιδίαν βλ. ίδιος1, κατ' ισομοιρία βλ. ισομοιρία, κατ' οίκον βλ. οίκος, κατ' οίκον έρευνα βλ. έρευνα, κατ' οικονομία(ν) βλ. οικονομία, κατ' όνομα βλ. όνομα, κατ' ουδένα(ν) τρόπο βλ. ουδείς, ουδεμία, ουδέν, κατά (/στο) βάθος βλ. βάθος, κατά (γενικό) κανόνα βλ. κανόνας, κατά (ένα) μεγάλο μέρος βλ. μέρος, κατά βάση βλ. βάση, κατά βούληση βλ. βούληση, κατά γράμμα βλ. γράμμα, κατά δεύτερο λόγο/κατά δεύτερον βλ. δεύτερος, κατά διαλείμματα βλ. διάλειμμα, κατά διαστήματα βλ. διάστημα, κατά καιρούς βλ. καιρός, κατά κάποιο(ν) τρόπο βλ. τρόπος, κατά κεφαλή(ν) βλ. κεφαλή, κατά κόρον βλ. κόρος1, κατά κόσμον βλ. κόσμος, κατά κράτος βλ. κράτος, κατά κρημνών βλ. κρημνός, κατά κύματα βλ. κύμα, κατά κύριο/πρώτο/μείζονα λόγο βλ. κύριος, κατά κυριολεξία βλ. κυριολεξία, κατά λάθος βλ. λάθος, κατά μάνα κατά κύρη (κατά γιο και θυγατέρα) βλ. μάνα, κατά μέσο(ν) όρο βλ. μέσος, κατά μέτωπο(ν) βλ. μέτωπο, κατά μήκος βλ. μήκος, κατά μόνας βλ. μόνας, κατά νόμο/κατά παράβαση του νόμου βλ. νόμος, κατά παντός κινδύνου βλ. κίνδυνος, κατά παντός υπευθύνου βλ. υπεύθυνος, κατά παράβαση βλ. παράβαση, κατά παραγγελία βλ. παραγγελία, κατά παράδοση βλ. παράδοση, κατά παράλειψη βλ. παράλειψη, κατά παραχώρηση βλ. παραχώρηση, κατά πάσα πιθανότητα βλ. πιθανότητα, κατά περίεργο τρόπο βλ. περίεργος, κατά περίπτωση βλ. περίπτωση, κατά περίσταση/κατά τις περιστάσεις βλ. περίσταση, κατά πλειοψηφία βλ. πλειοψηφία, κατά προέκταση βλ. προέκταση, κατά προσέγγιση βλ. προσέγγιση, κατά πρόσωπο βλ. πρόσωπο, κατά προτεραιότητα βλ. προτεραιότητα, κατά προτίμηση βλ. προτίμηση, κατά στάδια βλ. στάδιο, κατά σύμβαση βλ. σύμβαση, κατά συνεκδοχή βλ. συνεκδοχή1, κατά συνέπεια βλ. συνέπεια, κατά συνθήκη(ν) βλ. συνθήκη, κατά συρροή(ν) βλ. συρροή, κατά τα άλλα βλ. άλλος, κατά τα φαινόμενα βλ. φαινόμενο, κατά τα/στα μέσα βλ. μέσα, κατά ταύτα βλ. ταύτα, κατά τεκμήριο βλ. τεκμήριο, κατά τη διάρκεια βλ. διάρκεια, κατά την άσκηση βλ. άσκηση, κατά το δέον/τα δέοντα βλ. δέων, κατά το δοκούν βλ. δοκούν, κατά το δυνατό(ν)/όσο είναι δυνατό(ν)/στο μέτρο του δυνατού/(μέσα) στα όρια/πλαίσια του δυνατού βλ. δυνατός, κατά το εικός βλ. εικός, κατά το ειωθός/κατά τα ειωθότα βλ. ειωθός, κατά το ήμισυ βλ. ήμισυς, κατά το κοινώς λεγόμενο(ν) βλ. λεγόμενος, κατά το μάλλον ή ήττον βλ. μάλλον, κατά το πλείστον βλ. πλείστοι, κατά το πρέπον βλ. πρέπων, κατά το σύνηθες βλ. συνήθης, κατά τόπο(ν) αρμοδιότητα βλ. αρμοδιότητα, κατά τόπους βλ. τόπος, κατά τύχη βλ. τύχη, κατά φαντασία(ν) βλ. φαντασία, κατά φαντασία(ν) ασθενής βλ. φαντασία, κατά φύσιν/φύση βλ. φύση, κατά φωνή κι ο γάιδαρος βλ. γάιδαρος, κατά χάριν/χάρη βλ. χάρις, κατά Χριστόν βλ. Χριστός, κατά χώραν βλ. χώρα, καταρχάς βλ. αρχή, καταρχήν βλ. αρχή, με/κατά/σε σειρά βλ. σειρά, μέχρι κεραίας βλ. κεραία, ολίγον κατ' ολίγον βλ. ολίγον, ούτε κατά διάνοια βλ. διάνοια, πάει κατά δια(β)όλου βλ. διάβολος, παίρνω (κάποιον) κατά μέρος βλ. μέρος, σε αντιδιαστολή με/προς βλ. αντιδιαστολή, σε όλο το μήκος και (το) πλάτος βλ. μήκος, σε/(λόγ.) κατ' αποκλειστικότητα βλ. αποκλειστικότητα, σε/ανά/κατά τακτά χρονικά διαστήματα βλ. διάστημα, τα καθ' ημάς βλ. ημείς, το ελάχιστο(ν) βλ. ελάχιστο, το κατά δύναμη βλ. δύναμη [< αρχ. κατά]

οίδα

οίδα [οἶδα] οί-δα ρ. (μτβ.) (αρχαιοπρ.): γνωρίζω. Μόνο στις ● ΦΡ.: τις οίδε;: για δήλωση άγνοιας: ~ ~ για πόσον καιρό ακόμη θα ... Πβ. ποιος ξέρει;, εν οίδα ότι ουδέν οίδα βλ. ουδείς, ουδεμία, ουδέν, Κύριος οίδε βλ. Κύριος, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι βλ. ποιώ, ουκ οίδα τον άνθρωπο βλ. ουκ [< αρχ. οἶδα]

τίνος

τίνος τί-νος ερωτημ. αντων. {σπανιότ. πληθ. τίν-ων· λόγ. γεν. της αντων. ποιος}: σε ερώτηση για προέλευση ή ιδιοκτησία, ποιού: ~ είναι το βιβλίο; ~ ήταν η ιδέα; Με ~ το μέρος είσαι (= ποιανού); Για λογαριασμό/εν ονόματι/προς όφελος ~ έγιναν όλα αυτά; Άραγε υπέρ ~ων λειτουργεί το σύστημα; ● ΦΡ.: περί τίνος πρόκειται βλ. πρόκειται ● βλ. τις [< αρχ. τίς, τίνος]

τρόπος

τρόπος τρό-πος ουσ. (αρσ.) 1. μέσο, σύστημα, μέθοδος: απλός/αποτελεσµατικός/γνωστός/εναλλακτικός/ευέλικτος/εύκολος/πρακτικός ~. ~ αξιοποίησης (του ελεύθερου χρόνου)/δήλωσης (π.χ. συμμετοχής)/διάκρισης (των ικανοτήτων)/διδασκαλίας/επικοινωνίας/κατασκευής/λειτουργίας (συσκευής)/οργάνωσης/σκέψης/συμπεριφοράς/σύνδεσης (σωμάτων καλοριφέρ)/υπολογισμού/χρήσης (προϊόντος). ~οι αντιμετώπισης (φαινομένου)/αποστολής (μηνύματος)/διασκέδασης/μάθησης/μεταφοράς/πληρωμής/προστασίας/συνεργασίας. ~ εφαρμογής ενός σχεδίου. Το διαδίκτυο άλλαξε τον ~ο που επικοινωνούμε. Δεν βρίσκει ~ο να επιστρέψει. Δεν υπάρχει ~ διαφυγής/~ να πειστεί. Θα βοηθήσει με όποιον ~ο μπορεί/με τον δικό του ~ο. Το κενό πρέπει να καλυφθεί με άλλον ~ο. Έχει αποδείξει με πολλούς/χίλιους ~ους την αξία του.|| Με τους ακόλουθους ~ους. Με αυτό τον ~ο/Κατ' αυτόν τον ~ο (= έτσι) η εργασία γίνεται ευκολότερη. Μιλά με τέτοιον ~ο, ώστε να γίνεται κατανοητή (= έτσι ώστε).|| Διάλεξε με τυχαίο ~ο (= τυχαία). Δικαιολογήθηκε με έξυπνο ~ο (= έξυπνα). 2. συμπεριφορά: απαράδεκτος/άψογος ~. Δεν είναι ~ αυτός! Δεν μου αρέσουν οι ~οι του.|| Με τον ~ο του στάθηκε στο πλευρό τους. Προσπάθησε με τον ~ο της να τους πλησιάσει. Πβ. φέρσιμο.|| Έχει κακούς/καλούς/λεπτούς/ωραίους ~ους. Δεν έχει ~ους (: είναι ανάγωγος). Κάποιος πρέπει να του μάθει ~ους. Πβ. διαγωγή. 3. ΜΟΥΣ. το είδος της κλίμακας από την οποία έχουν ληφθεί οι φθόγγοι μουσικής σύνθεσης: αιολικός/δωρικός/πεντατονικός/φρύγιος ~. Ελάσσων/μείζων ~. Εκκλησιαστικοί ~οι. 4. ΝΟΜ. (σε διαθήκη ή δωρεά) υποχρέωση που επιβάλλεται σε κληρονόμο με όρο να την εκπληρώσει: εκτέλεση του ~ου. Κληροδοσίες υπό ~ο. 5. ΓΡΑΜΜ. ποιόν ενεργείας. ● ΣΥΜΠΛ.: τρόπος ζωής: σύνολο δραστηριοτήτων, αντιλήψεων, συμπεριφορών κοινωνικής ομάδας ή ανθρώπου: αστικός/δυτικός/καθημερινός/καταναλωτικός/κυρίαρχος/νομαδικός/παραδοσιακός/σύγχρονος/υγιεινός/φυσικός ~ ~. Ακολουθώ/αφομοιώνω/επιβάλλω/επιλέγω/υιοθετώ έναν ~ο ~.|| Η γυμναστική/ποίηση είναι για μένα ~ ~. Έχει κάνει το τραγούδι ~ ~., μαγικό ραβδί/μαγική συνταγή/μαγική λύση/μαγικός τρόπος βλ. μαγικός ● ΦΡ.: έχει (έναν/τον) τρόπο να: μπορεί, έχει την ικανότητα: ~ τον ~ο να σε κερδίζει αμέσως. ~ έναν ~ο να ξεπερνάει τις δυσκολίες. Δεν έχει ~ο να υπερασπιστεί τον εαυτό του., έχει τον τρόπο του (προφ., συνήθ. ως υπονοούμενο για κάποιον εύπορο): τα βολεύει, τα καταφέρνει: Μην ανησυχείς γι' αυτήν, ~ ~ της., κατά/με κάποιο(ν) τρόπο & (λόγ.) τρόπον τινά: κάπως: Προσπαθεί ~ ~ να τον προσεγγίσει. Με το ύφος του επιβάλλει ~ ~ την άποψή του. ΣΥΝ. υπό/κατά μία έννοια, με κάθε τρόπο & (λόγ.) διά παντός τρόπου & παντί τρόπω: με οποιοδήποτε μέσο: Διευκολύνει/ενισχύει ~ ~ το έργο τους. Με στήριξαν ~ ~.|| Το μήνυμα πρέπει να δοθεί ~ ~ (= εξάπαντος, οπωσδήποτε) σε όλους., με τι/ποιον τρόπο; & (λογ.) τίνι τρόπω;: πώς: ~ ~ θα έρθει;, με τον ένα(ν) ή τον άλλο τρόπο: έτσι ή αλλιώς: Θα το μάθαινε ~ ~. Απασχόλησε, ~ ~, κριτικούς και συγγραφείς., με τρόπο (προφ.) 1. κατάλληλα ή ευγενικά, διακριτικά: Προσπάθησε να του το πει ~ ~, ώστε να μη θυμώσει. Της είπε ~ ~ ότι ενοχλήθηκε. 2. κρυφά: Άφησε το δώρο ~ ~ και έφυγε., τρόπος του λέγειν (λόγ.): για να δηλωθεί ότι κάτι δεν λέγεται κυριολεκτικά: Πήρε το καπελάκι του, ~ ~, κι έγινε καπνός. Πβ. ας πούμε, που λέει ο λόγος., κατ' ουδένα(ν) τρόπο βλ. ουδείς, ουδεμία, ουδέν, κατά περίεργο τρόπο βλ. περίεργος, με επίσημο τρόπο βλ. επίσημος, με κανέναν τρόπο βλ. κανείς & κανένας, καμία & καμιά, κανένα [< 1,2,3: αρχ. τρόπος, γαλλ. mode]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.