τιτλοφορώ [τιτλοφορῶ] τι-τλο-φο-ρώ ρ. (μτβ.) {τιτλοφορ-είς ..., -ώντας | τιτλοφόρ-ησε, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ούμενος, -ημένος, συνήθ. μεσοπαθ.} (λόγ.) 1. δίνω τίτλο σε κείμενο, βιβλίο, έργο ή δραστηριότητα: Η τελευταία του δισκογραφική δουλειά/ποιητική συλλογή ~είται ... Στο δημοσίευμα/κεφάλαιο ~ούμενο "...", υποστηρίζεται ότι ... ΣΥΝ. επιγράφω 2. (κατ' επέκτ.) αποκαλώ, επονομάζω, χαρακτηρίζω: αυτοκράτορας (ο) ~ούμενος "...".|| "Συμμαχία γιγάντων" θα μπορούσε να ~ηθεί η συμφωνία των δύο ηγετών. Βλ. αυτοτιτλοφορούμαι, -φορώ. [< γαλλ. intituler]
αυτοτιτλοφορούμαι
αυτοτιτλοφορούμαι [αὐτοτιτλοφοροῦμαι] αυ-το-τιτ-λο-φο-ρού-μαι ρ. {αυτοτιτλοφορ-είται ...| -ήθηκε, συνήθ. στο γ' πρόσ.} (συνήθ. με αρνητ. συνυποδ.): αποδίδω στον εαυτό μου τίτλο, χωρίς να του ανήκει: ~είται νομικός, ενώ δεν είναι. Πβ. αυτο-αναγορεύομαι, -ανακηρύσσομαι, -αποκαλούμαι, -παρουσιάζομαι, -χαρακτηρίζομαι.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.