Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • τιτλοφορώ [τιτλοφορῶ] τι-τλο-φο-ρώ ρ. (μτβ.) {τιτλοφορ-είς ..., -ώντας | τιτλοφόρ-ησε, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ούμενος, -ημένος, συνήθ. μεσοπαθ.} (λόγ.) 1. δίνω τίτλο σε κείμενο, βιβλίο, έργο ή δραστηριότητα: Η τελευταία του δισκογραφική δουλειά/ποιητική συλλογή ~είται ... Στο δημοσίευμα/κεφάλαιο ~ούμενο "...", υποστηρίζεται ότι ... ΣΥΝ. επιγράφω 2. (κατ' επέκτ.) αποκαλώ, επονομάζω, χαρακτηρίζω: αυτοκράτορας (ο) ~ούμενος "...".|| "Συμμαχία γιγάντων" θα μπορούσε να ~ηθεί η συμφωνία των δύο ηγετών. Βλ. αυτοτιτλοφορούμαι, -φορώ. [< γαλλ. intituler]

αυτοτιτλοφορούμαι

αυτοτιτλοφορούμαι [αὐτοτιτλοφοροῦμαι] αυ-το-τιτ-λο-φο-ρού-μαι ρ. {αυτοτιτλοφορ-είται ...| -ήθηκε, συνήθ. στο γ' πρόσ.} (συνήθ. με αρνητ. συνυποδ.): αποδίδω στον εαυτό μου τίτλο, χωρίς να του ανήκει: ~είται νομικός, ενώ δεν είναι. Πβ. αυτο-αναγορεύομαι, -ανακηρύσσομαι, -αποκαλούμαι, -παρουσιάζομαι, -χαρακτηρίζομαι.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.