τοιούτος, τοιαύτη, τοιούτο(ν) [τοιοῦτος] τοι-ού-τος δεικτ. αντων. (αρχαιοπρ.): τέτοιου είδους, τέτοιας λογής. ● Ουσ.: τοιούτος (ο) (μειωτ.): ομοφυλόφιλος. Πβ. τέτοιος. ● ΦΡ.: και τα τοιαύτα (συντομ. κ.τ.τ.): και λοιπά. ΣΥΝ. και τα όμοια, εν τοιαύτη περιπτώσει βλ. περίπτωση [< αρχ. τοιοῦτος]
περίπτωση
περίπτωση πε-ρί-πτω-ση ουσ. (θηλ.) 1. συμβάν, περίσταση: ακραία/απλή/δύσκολη/ειδική/ενδεικτική/εξαιρετική /μοναδική/ξεχωριστή/συνηθισμένη ~. ~ απώλειας/ατυχήματος/λάθους. Σε/στην ιδανική ~. Στη συγκεκριμένη ~. Σε ελάχιστες/λίγες/πολλές ~ώσεις τυχαίνει να ... Σε έκτακτες/επείγουσες ~ώσεις (= καταστάσεις), τηλεφωνήστε στο ...|| (ΙΑΤΡ.) Βαριά/ελαφριά/σπάνια ~ καρδιοπάθειας/λοίμωξης (= κρούσμα)/υπογλυκαιμίας. Πβ. περιστατικό. Βλ. υπο~.2. ενδεχόμενο, πιθανότητα: Στην απίθανη ~ που προκύψει κάποιο ζήτημα ... Αν δεν τηρηθεί η συμφωνία, υπάρχει και η ~ να ... Τι θα συμβεί σε αυτήν την/σε μια τέτοια ~; Στην καλύτερη ~/των ~ώσεων θα αθωωθεί.3. δείγμα, παράδειγμα: αντιπροσωπευτική/τυπική/χαρακτηριστική ~. Αποτελεί ενδιαφέρουσα/πρωτοφανή ~ ανθρώπου. Πρόκειται για καθαρή/κλασική ~ βλάβης/υποκρισίας. Βλ. -πτωση. ● Υποκ.: περιπτωσούλα (η) ● Μεγεθ.: περιπτωσάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: ειδική/ιδιαίτερη περίπτωση: για κάποιον ή κάτι που ξεχωρίζει, ξεφεύγει από τα συνηθισμένα, που έχει ιδιαιτερότητες ή πολλά προβλήματα: ~ ~ αθλητή/ανθρώπου/καλλιτέχνη. ~ ~ αποτελούν οι οικονομικοί μετανάστες., μελέτη περίπτωσης: μέθοδος έρευνας στην οποία χρησιμοποιούνται ποιοτικά και ποσοτικά δεδομένα, προκειμένου να μελετηθεί διεξοδικά μια περίπτωση (π.χ. ένα άτομο, ένας θεσμός). [< αγγλ. case study, 1933] , επιβαρυντική περίσταση/περίπτωση βλ. επιβαρυντικός, κλινική περίπτωση βλ. κλινικός, χειρότερη/χειρίστη περίπτωση βλ. χειρότερος ● ΦΡ.: είναι περίπτωση! (αργκό) 1. (για πρόσ.) με σπάνια προσόντα ή ιδιόμορφη, αλλόκοτη συμπεριφορά: Ο τύπος ~ ~!2. (για πράγμα) μεγάλη ευκαιρία που δεν πρέπει να μείνει ανεκμετάλλευτη: Τέτοιο σπίτι ~ ~ (= κελεπούρι, προσφορά)!, εν πάση περιπτώσει: πάντως, όπως και να 'χει: ~ ~, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι ... Tι θα έκανα για να λύσω ή, ~ ~, για να περιορίσω το πρόβλημα; Πβ. σε κάθε περίπτωση, τέλος πάντων. [< γαλλ. en tout cas] , εν τοιαύτη περιπτώσει (λόγ.): σε τέτοια περίπτωση, αφού είναι έτσι: ~ ~, συμφωνώ. Πβ. ούτως εχόντων των πραγμάτων. [< γαλλ. en tel cas] , κατά περίπτωση & ανά περίπτωση: ανάλογα με την περίπτωση: Αποφασίζουν/κρίνουν ~ ~ (πβ. μεμονωμένα). Βλ. ad hoc., πέσαμε στην περίπτωση (προφ.): αντιμετωπίζουμε ένα απίθανο ενδεχόμενο, μια εξαιρετικά σπάνια, συνήθ. αρνητική, κατάσταση., σε κάθε περίπτωση & σε οποιαδήποτε περίπτωση: όποια και αν είναι η κατάσταση, ό,τι και αν συμβεί: Οδηγίες για να γνωρίζετε τι θα κάνετε ~ ~. ~ ~ (= όπως κι αν/και να έρθουν τα πράγματα), πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι., σε καμία περίπτωση & (λόγ.) εν ουδεμιά περιπτώσει: για κανένα λόγο, ποτέ: ~ ~ δεν πρέπει να το μάθει. Δεν έχει ~ ~ ευθύνη. Πβ. με τίποτα.|| Εν ουδεμιά ~ τίθεται θέμα ακύρωσης. [< γαλλ. en aucun cas] , σε περίπτωση (που/όπου): αν συμβεί, αν τύχει: ~ ~ ασθένειας/κωλύματος ενός μέλους, ορίζεται αναπληρωτής. Τι πρέπει να κάνετε ~ ~ σεισμού. ~ ~ που δεν έρθει, θα ... Στην ~ όπου το ακίνητο ήταν μισθωμένο, τότε θα χρειαστεί ... [< γαλλ. en cas de] , σε/στην αντίθετη περίπτωση & σε διαφορετική περίπτωση & (λόγ.) εν εναντία περιπτώσει: διαφορετικά, ειδάλλως: Οι σπουδαστές πρέπει να έχουν γνώση υπολογιστών. ~ ~ θα πρέπει να παρακολουθήσουν το σεμινάριο. [< γαλλ. dans le cas contraire] , υπάρχει περίπτωση: υπάρχει ενδεχόμενο, πιθανότητα: ~ ~ να μην έρθει; (επιτατ.) Δεν ~ ~ να μη γίνει αποδεκτή η πρόταση (= αποκλείεται)., σε περίπτωση ανάγκης βλ. ανάγκη, στην (συντριπτική) πλειονότητα των περιπτώσεων βλ. πλειονότητα, στην προκειμένη (περίπτωση) βλ. προκείμενος [< μτγν. περίπτωσις ‘σύμπτωση, συνάντηση, εμπειρία’, γαλλ. cas]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.