τοιχογραφώ [τοιχογραφῶ] τοι-χο-γρα-φώ ρ. (μτβ.) {-είς ... | τοιχογράφ-ησε, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ημένος} 1. δημιουργώ τοιχογραφίες: ~ κτίριο με την τεχνική της νωπογραφίας. ~είται το καθολικό της Μονής/ο νάρθηκας της εκκλησίας. ~ημένος: ναός. Βλ. -γραφώ.2. (μτφ.) απεικονίζω: Η ταινία ~εί την ατμόσφαιρα μιας άλλης εποχής. ΣΥΝ. αναπαριστάνω [< 1: μεσν. τοιχογραφώ]
-γραφώ
-γραφώεπίθημα ρημάτων με τη σημασία 1. γράφω, συντάσσω: δακτυλο~/πλαστο~/τηλε~. Aρθρο~/βιο~/λεξικο~/λημματο~/λιβελο~/συνταγο~/χαρτο~.|| (σπανιότ. καταχωρώ:) Καταλογο~/πολιτο~. 2. εγγράφω, αποτυπώνω: βιντεο~/ηχο~/φιλμο~/φωτο~.|| Ακτινο~.3. σχεδιάζω, ζωγραφίζω, φιλοτεχνώ: αγιο~/εικονο~/σκηνο~/τοιχο~.|| Χορο~.4. (μτφ.) προσδιορίζω, περιγράφω τα βασικά χαρακτηριστικά: σκια~/ψυχο~.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.