Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • τοιχοκολλώ [τοιχοκολλῶ] τοι-χο-κολ-λώ ρ. (μτβ.) {τοιχοκολλ-άς ..., -ώντας | τοιχοκόλλ-ησε, -είται κ. -άται (σπάν. προφ.) -ιέται, -ήθηκε, -ηθεί, -ημένος} & τοιχοκολλάω: στερεώνω κάτι με κόλλα, συνήθ. πάνω σε τοίχο: Τα αποτελέσματα των εξετάσεων ~ούνται στον πίνακα ανακοινώσεων. Η αφίσα/διαφήμιση/προκήρυξη ~ήθηκε σε εμφανή θέση. Πβ. αναρτώ. [< γαλλ. afficher]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.