Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • τοκογλυφικός , ή, ό το-κο-γλυ-φι-κός επίθ.: ΟΙΚΟΝ. που έχει σχέση με τον τοκογλύφο ή την τοκογλυφία: ~ός: δανεισμός. ~ή: πολιτική/τακτική. ~ό: επιτόκιο (= υπερβολικά υψηλό)/κεφάλαιο/σύστημα. [< γαλλ. usuraire]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.