τονισμός το-νι-σμός ουσ. (αρσ.) 1. ΓΛΩΣΣ. έξαρση της φωνής σε συγκεκριμένα σημεία κατά την εκφορά του λόγου· τοποθέτηση τόνων σε συλλαβές: ~ της φράσης. Προφορά και ~. Βλ. επι~.|| ~ των λέξεων. Ασκήσεις/γενικοί κανόνες ~ού. Βλ. παρα~.2. (μτφ.) έμφαση, υπογράμμιση, επισήμανση κάποιου στοιχείου: υπερβολικός (= υπερ~)/χρωματικός ~. ~ των αντιθέσεων. Ο ~ των χαρακτηριστικών του προσώπου. Άξιο ~ού είναι το γεγονός ότι ...3. ΜΟΥΣ. τρόπος εκπομπής ενός ήχου. Βλ. -ισμός. ● ΣΥΜΠΛ.: δυναμικός τόνος/τονισμός βλ. τόνος1, μουσικός τόνος/τονισμός βλ. τόνος1 [< γαλλ. accentuation]
τόνος1 τό-νος ουσ. (αρσ.) 1. ΓΛΩΣΣ. το στοιχείο που προκαλεί την έξαρση μιας γλωσσικής μονάδας (π.χ. συλλαβής) σε σχέση με τις υπόλοιπες, ως προς την ένταση ή το ύψος της φωνής· συνεκδ. το διακριτικό σημάδι που τη δηλώνει στον γραπτό λόγο: Βάζω/σημειώνω ~ους στο κείμενο. Βλ. βαρεία, οξεία, περισπωμένη.2. βαθμός έντασης ήχου· ειδικότ. χροιά της φωνής, τρόπος ομιλίας: οξύς/υψηλός/χαμηλός ~. Μην μου υψώνεις εμένα/χαμήλωσε τον ~ο της φωνής σου!|| Γλυκός/μελαγχολικός/σκληρός/σοβαρός/ψυχρός ~. Μην μου μιλάς σε αυτόν τον ~ο! Βλ. επιτονισμός.3. ύφος ή ατμόσφαιρα: επιθετικός/εριστικός/μελοδραματικός/νοσταλγικός ~. Μιλήσαμε σε ήρεμο/οικείο/φιλικό ~ο. Έργο γραμμένο σε ανάλαφρο ~ο. Η επιστολή υιοθετεί προσωπικό ~ο. Ο λυρικός ~ ενός ποιήματος. Υπήρχε ένας ~ ειρωνείας στο κείμενο.|| Επίπλωση που δίνει έναν ~ο πολυτέλειας στο σπίτι. Πβ. χροιά.4. απόχρωση: Έβαψα τον τοίχο έναν ~ο πιο ανοιχτό/σκούρο. Μακιγιάζ σε απαλούς ~ους του ροζ.5. ΜΟΥΣ. η απόσταση της μιας βαθμίδας της μουσικής κλίμακας από την άλλη ή η σχέση ύψους μεταξύ δύο γειτονικών φθόγγων: ~ του ντο/του φα. Ένα τέταρτο του ~ου. Οι βασικοί ~οι ενός μουσικού έργου. Ελάσσονες/μείζονες ~οι (: στη βυζαντινή μουσική).|| (προφ.) Θα ήθελα το τραγούδι να παιχτεί έναν ~ο πιο κάτω/ψηλά. Πιάνει όλους τους ~ους (: για τραγουδιστή).|| Ολόκληρος ~ (: δευτέρα μεγάλη) και ημιτόνιο (: δευτέρα μικρή).6. ΤΕΧΝΟΛ. χαρακτηριστικός ήχος συσκευής: ακουστικός/προειδοποιητικός ~. ~ αναμονής/ειδοποίησης/επιλογής/κατειλημμένου/κουδουνίσματος. ● ΣΥΜΠΛ.: δυναμικός τόνος/τονισμός: ΓΛΩΣΣ. η τονιζόμενη συλλαβή προφέρεται πιο έντονα από τις υπόλοιπες., καρδιακοί τόνοι: ΦΥΣΙΟΛ. -ΙΑΤΡ. ήχοι της καρδιακής λειτουργίας προκαλούμενοι από το σύστημα των βαλβίδων, τα τοιχώματα, το μυοκάρδιο και τις απότομες μεταβολές της ταχύτητας στις μετακινούμενες στήλες αίματος., μουσικός τόνος/τονισμός: ΓΛΩΣΣ. η τονιζόμενη συλλαβή έχει μεγαλύτερο ύψος και διάρκεια από τις υπόλοιπες., μυϊκός τόνος: ΙΑΤΡ. συνεχής ελαφρά σύσπαση των μυών που φυσιολογικά γίνεται ακόμη και σε κατάσταση ηρεμίας. Πβ. τονικότητα. [< γαλλ. tonus musculaire] , έγκλιση τόνου βλ. έγκλιση ● ΦΡ.: (λέω/επαναλαμβάνω/διακηρύσσω/δηλώνω/τονίζω/ζητώ κάτι) σε όλους τους τόνους: για δήλωση που γίνεται με έμφαση: Το έχουμε ζητήσει ~ ~, αλλά δεν γίνεται τίποτα., ανεβαίνουν οι τόνοι/ανεβάζω τους τόνους & υψώνω τους τόνους: αυξάνεται η ένταση ή την αυξάνω σε λεκτική διαμάχη ή αντιπαράθεση: Ανεβαίνουν ~ μεταξύ κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης., δίνω τον τόνο: καθορίζω τον μουσικό ρυθμό και κατ' επέκτ. τον χαρακτήρα, το ύφος μιας κατάστασης ή ενέργειας: Ο ψάλτης ~ει ~.|| (κυρ. μτφ.) ~ ~ στη συζήτηση. Η πρωταγωνίστρια έδωσε ~ ~ της παράστασης., πέφτουν/χαμηλώνουν/κατεβαίνουν οι τόνοι & ρίχνω/χαμηλώνω/κατεβάζω τους τόνους: για μείωση της έντασης σε λεκτική διαμάχη ή αντιπαράθεση: Πέφτουν οι ~ των κινητοποιήσεων/για το θέμα ... Χαμήλωσαν τους ~ μετά την επεισοδιακή συνεδρίαση., στον επόμενο τόνο: φράση σε μαγνητοφωνημένο μήνυμα τηλεφωνικής υπηρεσίας, στο οποίο η ανακοίνωση της ώρας συνοδεύεται από ένα σύντομο ηχητικό σήμα: ~ ~ η ώρα θα είναι δύο., υψηλοί τόνοι & ανεβασμένοι τόνοι (μτφ.): τεταμένη, φορτισμένη ατμόσφαιρα: ~ ~ (αντιπαράθεσης) επικράτησαν στη Βουλή/στη συζήτηση. Κριτική ~ών ~ων. Κλίμα όξυνσης και ανεβασμένοι ~.|| (σπανιότ.) Αντεγκλήσεις/υποδείξεις σε υψηλό τόνο., χαμηλοί τόνοι & (σπάν.) ήπιοι τόνοι (μτφ.): ήρεμη, μη τεταμένη ατμόσφαιρα: Σε ~ούς ~ους η συνάντηση των πολιτικών αρχηγών. Ο υπουργός διατηρεί/κρατά ~ούς ~ους. Ακολουθεί πολιτική ~ών ~ων.|| (κατ' επέκτ.) Άνθρωπος ~ών ~ων (= μετριοπαθής. ΣΥΝ. χαμηλού προφίλ).|| (σπανιότ.) Οι διεκδικήσεις συνεχίστηκαν σε σχετικά χαμηλό τόνο., δέκα με τόνο βλ. δέκα [< 1: αρχ. τόνος 2-5: γαλλ. ton 6: αγγλ. tone]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.