Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • τονωτικός , ή, ό το-νω-τι-κός επίθ.: που τονώνει, ενισχύει: ~ός: χυμός. ~ή: δράση/θεραπεία/λοσιόν/μάσκα. ~ό: λάδι (μαλλιών)/λουτρό (δενδρολίβανου)/μασάζ/ντους/ποτό/ρόφημα. ~ές: αμπούλες (για την τριχόπτωση)/ιδιότητες/ουσίες. ~ά: φάρμακα. Βιταμινούχα και ~ά συμπληρώματα διατροφής. Βλ. καρδιο~.|| (μτφ.) ~ή: νίκη. ~ά: μέτρα. ΣΥΝ. αναζωογονητικός, δυναμωτικός ● Ουσ.: τονωτικό (το): φαρμακευτικό σκεύασμα και κατ' επέκτ. οτιδήποτε προσφέρει δύναμη ή αναζωογόνηση: ~ δέρματος/της καρδιάς/μαλλιών/των νεύρων. [< αγγλ. tonic] ● επίρρ.: τονωτικά ● ΣΥΜΠΛ.: τονωτική ένεση βλ. ένεση [< μτγν. τονωτικός, γαλλ. tonique, αγγλ. tonic < αρχ. τονικός ‘ικανός για τέντωμα’]

ένεση

ένεση [ἔνεση] έ-νε-ση ουσ. (θηλ.) 1. έγχυση φαρμακευτικού υγρού στο σώμα με σύριγγα και βελόνα· συνεκδ. η ίδια η σύριγγα ή το αντίστοιχο θεραπευτικό σκεύασμα: ενδομυϊκή/ενδοφλέβια/ηρεμιστική/θανατηφόρα/τοπική/υποδόρια ~. Ενέσεις κορτιζόνης/μορφίνης/μπότοξ. Χορήγηση ενέσεων.|| Του πήρε την ~ από τα χέρια.|| Ατροπίνη σε ενέσεις. 2. (μτφ.) ενισχυτική παρέμβαση, παροχή βοήθειας: ψυχολογική ~. ~ αισιοδοξίας/αυτοπεποίθησης/ζωής. Πβ. συνδρομή. ● ΣΥΜΠΛ.: ενέσεις τσιμέντου: ΟΙΚΟΔ. τσιμεντενέσεις., ένεση ηθικού: (συνήθ. στον αθλητισμό) οτιδήποτε αποσκοπεί στην ενίσχυση της αυτοπεποίθησης παίκτη ή ομάδας., τονωτική ένεση (μτφ.): στήριξη με υλικά ή ψυχικά μέσα: ισχυρή ~ ~ για την αγορά/την οικονομία. ● ΦΡ.: βαράω/χτυπάω ενέσεις: (αργκό) βαριέμαι πάρα πολύ, περιέρχομαι σε απελπισία. [< 1: αρχ. ἔνεσις]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.