ένεση [ἔνεση] έ-νε-ση ουσ. (θηλ.) 1. έγχυση φαρμακευτικού υγρού στο σώμα με σύριγγα και βελόνα· συνεκδ. η ίδια η σύριγγα ή το αντίστοιχο θεραπευτικό σκεύασμα: ενδομυϊκή/ενδοφλέβια/ηρεμιστική/θανατηφόρα/τοπική/υποδόρια ~. Ενέσεις κορτιζόνης/μορφίνης/μπότοξ. Χορήγηση ενέσεων.|| Του πήρε την ~ από τα χέρια.|| Ατροπίνη σε ενέσεις.2. (μτφ.) ενισχυτική παρέμβαση, παροχή βοήθειας: ψυχολογική ~. ~ αισιοδοξίας/αυτοπεποίθησης/ζωής. Πβ. συνδρομή. ● ΣΥΜΠΛ.: ενέσεις τσιμέντου: ΟΙΚΟΔ. τσιμεντενέσεις., ένεση ηθικού: (συνήθ. στον αθλητισμό) οτιδήποτε αποσκοπεί στην ενίσχυση της αυτοπεποίθησης παίκτη ή ομάδας., τονωτική ένεση (μτφ.): στήριξη με υλικά ή ψυχικά μέσα: ισχυρή ~ ~ για την αγορά/την οικονομία. ● ΦΡ.: βαράω/χτυπάω ενέσεις: (αργκό) βαριέμαι πάρα πολύ, περιέρχομαι σε απελπισία. [< 1: αρχ. ἔνεσις]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.