Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • τοξικομανία το-ξι-κο-μα-νί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. παθολογική κατάσταση περιοδικής ή χρόνιας δηλητηρίασης που οφείλεται στην κατ' επανάληψη κατανάλωση τοξικών ουσιών (ναρκωτικών), προκαλώντας σωματική ή/και ψυχική εξάρτηση. Πβ. τοξικοεξάρτηση. Βλ. εθισμός, πολυ~, -μανία. [< γαλλ. toxicomanie, αγγλ. toxicomania]

εθισμός

εθισμός[ἐθισμός] ε-θι-σμός ουσ. (αρσ.) 1. ΙΑΤΡ.-ΨΥΧΟΛ. εξάρτηση του οργανισμού από τοξική ψυχοτρόπο ουσία ή δραστηριότητα: σωματικός/ψυχολογικός ~. ~ στο αλκοόλ (: αλκοολισμός)/στα ναρκωτικά (: τοξικομανία). Σύμβουλος σε θέματα ~ού. Κάτι δημιουργεί/προκαλεί ~ό. Πβ. έξη. Βλ. απεξάρτηση, αποτοξίνωση.|| (μτφ.) ~ στη βία/στο διαδίκτυο/στα γλυκά. (προφ.) Έχει ~ό (= έχει εθιστεί) στο κινητό. Πβ. μανία. 2. (σπανιότ.) εξοικείωση: ~ του μαθητή στην υπεύθυνη εργασία. Πτήσεις ~ού (: κατά τη διάρκεια πτητικής εκπαίδευσης). Βλ. -ισμός. [< αρχ. ἐθισμός ‘συνήθεια, έξη’, γαλλ.-αγγλ. addiction]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.