τοξικομανία το-ξι-κο-μα-νί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. παθολογική κατάσταση περιοδικής ή χρόνιας δηλητηρίασης που οφείλεται στην κατ' επανάληψη κατανάλωση τοξικών ουσιών (ναρκωτικών), προκαλώντας σωματική ή/και ψυχική εξάρτηση. Πβ. τοξικοεξάρτηση. Βλ. εθισμός, πολυ~, -μανία. [< γαλλ. toxicomanie, αγγλ. toxicomania]
εθισμός
εθισμός[ἐθισμός] ε-θι-σμός ουσ. (αρσ.) 1. ΙΑΤΡ.-ΨΥΧΟΛ. εξάρτηση του οργανισμού από τοξική ψυχοτρόπο ουσία ή δραστηριότητα: σωματικός/ψυχολογικός ~. ~ στο αλκοόλ (: αλκοολισμός)/στα ναρκωτικά (: τοξικομανία). Σύμβουλος σε θέματα ~ού. Κάτι δημιουργεί/προκαλεί ~ό. Πβ. έξη. Βλ. απεξάρτηση, αποτοξίνωση.|| (μτφ.) ~ στη βία/στο διαδίκτυο/στα γλυκά. (προφ.) Έχει ~ό (= έχει εθιστεί) στο κινητό. Πβ. μανία.2. (σπανιότ.) εξοικείωση: ~ του μαθητή στην υπεύθυνη εργασία. Πτήσεις ~ού (: κατά τη διάρκεια πτητικής εκπαίδευσης). Βλ. -ισμός. [< αρχ. ἐθισμός ‘συνήθεια, έξη’, γαλλ.-αγγλ. addiction]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.