Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • τοξοβολία το-ξο-βο-λί-α ουσ. (θηλ.): ΑΘΛ. ολυμπιακό άθλημα στο οποίο γίνεται ρίψη βέλους με τόξο σε καθορισμένους στόχους: σκοπευτική ~. ~ ανδρών/γυναικών. ~ πεδίου. Βλ. -βολία. [< μτγν. τοξοβολία, γαλλ. tir à l'arc]

-βολία

-βολία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. διάχυση, εκπομπή: ακτινο~/φωτο~. 2. ρίψη, πέταγμα: δισκο~/σφαιρο~/σφυρο~. Βλ. -βόλος, -βολώ.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.