Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • τρέπω τρέ-πω ρ. (μτβ.) {έτρε-ψε, τρέ-ψει, τράπ-ηκε (λόγ. ετράπ-η, -ησαν), -εί, τρέπ-οντας, -όμενος} (λόγ.) 1. αλλάζω, μεταβάλλω: (ΜΑΘ.) ~ ένα κλάσμα σε ακέραιο αριθμό. Πβ. μετα~. Βλ. ανα~, απο~, εκ~, επι~, παρεκ~, προ~. 2. κατευθύνω, προσανατολίζω. Πβ. στρέφω. ● Παθ.: τρέπομαι 1. κατευθύνομαι, επιλέγω άλλη πορεία: Ένα μέρος της ομάδας ~ηκε προς τα δεξιά. 2. ΓΡΑΜΜ. μεταβάλλομαι: Στη λέξη "συγγενής" το ν της πρόθεσης "συν" ~εται σε γ. ● ΦΡ.: τρέπω σε φυγή (κάποιον): τον αναγκάζω να απομακρυνθεί, να υποχωρήσει τρέχοντας: Οι συνεχείς επιθέσεις ~ουν τους αμάχους σε ~. [< αρχ. τρέπω ‘στρέφω, απομακρύνω’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.