Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 6 εγγραφές  [0-6]


  • τρίγωνο τρί-γω-νο ουσ. (ουδ.) {τριγών-ου} 1. ΓΕΩΜ. γεωμετρικό σχήμα με τρεις πλευρές, τρεις κορυφές και τρεις γωνίες: ισόπλευρο/ισοσκελές ~. Τυχαίο ~ (= σκαληνό). Bάση/διάμεσος/εμβαδόν/ύψος ~ου.|| Σφαιρικό ~ (: που σχηματίζεται από τρία τόξα στην επιφάνεια σφαίρας). 2. (κατ' επέκτ.) οτιδήποτε έχει τριγωνικό σχήμα: Κόψτε κάθε τετράγωνο κομμάτι σε δύο ~α. Διπλώνετε τις κρέπες σε ~α.|| (ΓΕΩΜ., γνώμονας) Σχεδιάστε με το ~ δύο γωνίες.|| (ΙΑΤΡ.) Μηριαίο ~.|| (ΑΣΤΡΟΝ.) Βόρειο/νότιο ~ (: μικροί αστερισμοί στο αντίστοιχο ημισφαίριο). ~ θέσεως (: στην ουράνια σφαίρα).|| Το εμπορικό/ιστορικό ~ της Αθήνας. 3. ΖΑΧΑΡ. σιροπιαστό γλυκό με φύλλο κρούστας και γέμιση κρέμας σε τριγωνικό σχήμα: ~α Πανοράματος (Θεσσαλονίκης). 4. ΜΟΥΣ. απλό μεταλλικό μουσικό όργανο που έχει σχήμα τριγώνου, κρούεται στην εσωτερική του πλευρά με μικρή μεταλλική βέργα και χρησιμοποιείται συνήθ. στα κάλαντα. 5. ξυλουργικό εργαλείο για τη μέτρηση δίεδρων γωνιών. ΣΥΝ. γωνία (3) ● Υποκ.: τριγωνάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: ερωτικό τρίγωνο & αιώνιο/κλασικό τρίγωνο & τρίγωνο: κατάσταση κατά την οποία ένας από τους δύο συζύγους ή γενικότ. συντρόφους συνδέεται ερωτικά και με τρίτο πρόσωπο. Πβ. ιψενικό τρίγωνο, τρίο. [< αγγλ. (eternal) triangle, 1907] , προειδοποιητικό τρίγωνο & (προφ.) τρίγωνο: φωτεινό σήμα που τοποθετείται στο οδόστρωμα πίσω από όχημα το οποίο έχει σταματήσει λόγω βλάβης: Αντανακλαστικό Τρίγωνο Αυτοκινήτου. [< αγγλ. warning triangle, 1971] , αμβλυγώνιο τρίγωνο βλ. αμβλυγώνιος, ανακουφιστικό τόξο/τρίγωνο βλ. ανακουφιστικός, ιψενικό τρίγωνο βλ. ιψενικός, οξυγώνιο τρίγωνο βλ. οξυγώνιος, ορθογώνιο τρίγωνο βλ. ορθογώνιος, σκαληνό τρίγωνο βλ. σκαληνός [< 1, 2: αρχ. τρίγωνον, γαλλ.-αγγλ. triangle]
  • τριγωνοειδής , ής, ές τρι-γω-νο-ει-δής επίθ. (επιστ.): του οποίου το σχήμα είναι όμοιο με τρίγωνο: ~ές: έμβολο. Βλ. -ειδής. [< αρχ. τριγωνοειδής, αγγλ. trigonoid]
  • τριγωνομέτρηση τρι-γω-νο-μέ-τρη-ση ουσ. (θηλ.): ΓΕΩΔ. τρόπος εντοπισμού ενός σημείου με τη χρήση τριγώνου ή με το νοητό σχηματισμό τριγώνων σε χάρτη: Με ~ βρέθηκε η ακριβής θέση του πομπού. Βλ. -μέτρηση.
  • τριγωνομετρία τρι-γω-νο-με-τρί-α ουσ. (θηλ.): ΜΑΘ. κλάδος που ασχολείται με τη μελέτη ειδικών συναρτήσεων των γωνιών και των πλευρών ενός τριγώνου και την εφαρμογή τους σε προβλήματα, τα οποία η γεωμετρία αδυνατεί να λύσει: επίπεδη/σφαιρική ~. Βλ. -μετρία. [< γαλλ. trigonométrie, αγγλ. trigonometry]
  • τριγωνομετρικός , ή, ό τρι-γω-νο-με-τρι-κός επίθ.: ΜΑΘ. που σχετίζεται με την τριγωνομετρία: ~ός: κύκλος/τύπος. ~ή: μορφή/σειρά/υψομετρία. ~ό: δίκτυο/σημείο. ~οί: υπολογισμοί. ~ές: εξισώσεις/σχέσεις/ταυτότητες. ● ΣΥΜΠΛ.: τριγωνομετρικές συναρτήσεις & κυκλικές συναρτήσεις: οι έξι βασικές συναρτήσεις γωνίας ή τόξου: γραφική παράσταση ~ών ~ων., τριγωνομετρικοί αριθμοί: το σύνολο των έξι αριθμών που σχετίζονται με γωνία ή τόξο (ημίτονο, συνημίτονο, εφαπτομένη, συνεφαπτομένη, τέμνουσα και συντέμνουσα): χρήση ~ών ~ών για επίλυση προβλημάτων. [< γαλλ. trigonométrique, αγγλ. trigonometrical]
  • τρίγωνος , η, ο βλ. -γωνος, τρι-

αμβλυγώνιος

αμβλυγώνιος, α, ο [ἀμβλυγώνιος] αμ-βλυ-γώ-νι-ος επίθ.: ΓΕΩΜ. που έχει ή σχηματίζει αμβλεία γωνία: ~α: προβλήτα. Βλ. -γώνιος. ΑΝΤ. οξυγώνιος ● ΣΥΜΠΛ.: αμβλυγώνιο τρίγωνο: ΓΕΩΜ. που έχει μία γωνία μεγαλύτερη των 90 μοιρών. Βλ. οξυ-, ορθο-γώνιο τρίγωνο. [< γαλλ. triangle curriligne] [< μτγν. ἀμβλυγώνιος]

ανακουφιστικός

ανακουφιστικός, ή, ό [ἀνακουφιστικός] α-να-κου-φι-στι-κός επίθ. (λόγ.) 1. που ανακουφίζει: ~ή: αγωγή/φροντίδα (: που αποσκοπεί στον έλεγχο του πόνου, την ποιότητα ζωής και την αντιμετώπιση των ψυχοκοινωνικών και πνευματικών αναγκών ατόμων με ανίατες ασθένειες· πβ. παρηγορητικός). Βλ. κέντρο/μονάδα/ξενώνας ~ής φροντίδας. ~ό: φάρμακο (= αναλγητικό, καταπραϋντικό).|| ~ές: σκέψεις. ~ά: λόγια. Πβ. καθησυχαστ-, κατευναστ-ικός.|| ~ά: μέτρα (κατά της ανεργίας/του κυκλοφοριακού). Βλ. ανάσα. 2. ΤΕΧΝΟΛ. που ελέγχει, μειώνει κυρ. την ένταση ή την πίεση: ~ός: μηχανισμός. ~ή: βαλβίδα (: ασφαλείας, εκτόνωσης). ● επίρρ.: ανακουφιστικά ● ΣΥΜΠΛ.: ανακουφιστικό τόξο/τρίγωνο: ΑΡΧΙΤ. κενό στην τοιχοποιία που κλείνεται συνήθ. με πλάκα, ενισχύοντας τα ευαίσθητα αρχιτεκτονικά μέλη (κυρ. ανώφλια) και κατανέμοντας το βάρος της υπερκείμενης κατασκευής στα πλάγια: ~ τόξο πόρτας. ~ τρίγωνο θολωτού τάφου/πύλης/στο υπέρθυρο. [< γερμ. Entlastungsbogen] [< 1: γερμ. erleichternd, γαλλ. soulageant 2: αγγλ. relief (valve)]

-ειδής

-ειδής, ής, ές {-ειδούς | -ειδείς (ουδ. -ειδή)} (επιστ. ή λόγ.): καταληκτικό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει τα χαρακτηριστικά της κατηγορίας που ορίζεται από το θέμα: (κυρ. επιστ.) αδενο~/απλο~/διπλο~/αστερο~/κυματο~. (ειδικότ. ουσιαστικοπ. για ζώα ή φυτά που ανήκουν στην ίδια τάξη:) Αιλουρο~ή/πιθηκ~ή/φοινικο~ή.|| (μειωτ., για πρόσ. ή συμπεριφορά:) Ανθρωπο~. Χονδρο~. Βλ. -μορφος.

ιψενικός

ιψενικός, ή, ό [ἰψενικός] ι-ψε-νι-κός επίθ.: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: ιψενικό τρίγωνο: ο σύζυγος, η σύζυγος και ο εραστής που είναι φίλος του ζευγαριού. Πβ. ερωτικό τρίγωνο, τρίο. [< γαλλ. ibsénien]

-μέτρηση

-μέτρηση: το ουσιαστικό μέτρηση ως β' συνθετικό: (επιστ.) βυθο~ (πβ. -σκόπηση)/εμβαδο~/θερμο~/λιπο~ (βλ. -μετρητής)/ογκο~/σφυγμο~/φωτο~ (βλ. -μετρία)/χιλιο~/χρονο~ (βλ. -μετρο)/χωρο~/ωρο~.|| Φυλλο~.

-μετρία

-μετρίαεπίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. επιστήμη ή τεχνική μέτρησης: ανθρωπο~/αξονο~/γεω~/εργο~/θερμιδο~/ογκο-μετρία (πβ. -μέτρηση)/σπιρο~ (βλ. σπιρό-μετρο)/στερεο~/τριγωνο~. 2. σχέση μεγεθών: (αν)ισο~/(α)συμ~.

οξυγώνιος

οξυγώνιος, ος/α, ο [ὀξυγώνιος] ο-ξυ-γώ-νι-ος επίθ. (επιστ.): κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: οξυγώνιο τρίγωνο: ΓΕΩΜ. που έχει όλες του τις γωνίες οξείες (μικρότερες των 90 μοιρών). Βλ. αμβλυγώνιο, ορθογώνιο τρίγωνο, -γώνιος. [< αρχ. ὀξυγώνιος]

ορθογώνιος

ορθογώνιος, α, ο [ὀρθογώνιος] ορ-θο-γώ-νι-ος επίθ. 1. ΓΕΩΜ. που έχει ορθές γωνίες: ~ο: παραλληλεπίπεδο (: που όλες οι έδρες του είναι ~α παραλληλόγραμμα)/τραπέζιο (: με δύο ορθές γωνίες). Βλ. -γώνιος. 2. που έχει σχήμα ορθογώνιου παραλληλογράμμου: ~ος: ναός/περίβολος/πύργος/χώρος. ~α: αίθουσα/δεξαμενή/κάτοψη. ~ο: γήπεδο/κουτί/κτίσμα/πλαίσιο/τραπέζι. Βλ. τετραγωνικός. ● επίρρ.: ορθογώνια & (λόγ.) ορθογωνίως ● ΣΥΜΠΛ.: ορθογώνια πολυώνυμα: ΜΑΘ. σύστημα πολυωνύμων τα οποία είναι ορθογώνια ως προς μία μη αρνητική συνάρτηση βάρους., ορθογώνια υπερβολή: ΜΑΘ. υπερβολή της οποίας οι ασύμπτωτες είναι κάθετες μεταξύ τους. [< αγγλ. rectangular hyperbola] , ορθογώνιες συντεταγμένες: ΜΑΘ. σύστημα συντεταγμένων του οποίου οι άξονες τέμνονται κάθετα., ορθογώνιο παραλληλόγραμμο & ορθογώνιο: ΓΕΩΜ. τετράπλευρο που έχει όλες τις γωνίες του ορθές και τις απέναντι πλευρές του ίσες μεταξύ τους και παράλληλες. Βλ. κύβος., ορθογώνιο πλέγμα: ΠΛΗΡΟΦ. ορθογώνιο το οποίο χρησιμοποιείται για τη δημιουργία και επεξεργασία σχεδίων ή λογιστικών φύλλων., ορθογώνιο τρίγωνο: ΓΕΩΜ. του οποίου η μια γωνία είναι ορθή: ισοσκελές ~ ~. Βλ. αμβλυγώνιο, οξυγώνιο τρίγωνο., ορθή/ορθογραφική/ορθογώνια/ορθογωνική προβολή βλ. προβολή [< μτγν. ὀρθογώνιος, γαλλ.-αγγλ. orthogonal]

σκαληνός

σκαληνός, ή, ό σκα-λη-νός επίθ. (επιστ.): κυρ. στα ● ΣΥΜΠΛ.: σκαληνό τρίγωνο: ΓΕΩΜ. που οι πλευρές του είναι άνισες. ΣΥΝ. ανισοσκελές τρίγωνο. Βλ. ισοσκελής., σκαληνοί μύες: ΑΝΑΤ. μυϊκή ομάδα αποτελούμενη από τρία ζεύγη μυών που ελέγχουν κυρ. την κίνηση του λαιμού. [< γαλλ. muscles scalènes ] [< αρχ. σκαληνός, γαλλ. scalène, αγγλ. scalene]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.