Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • τρίκογχος , η, ο τρί-κογ-χος επίθ. & (προφ.) τρίκοχος: ΑΡΧΙΤ. (για ορθόδοξο ναό) που έχει τρεις κόγχες: ~η: βασιλική. ~ο: ιερό. Βλ. -κογχος, σταυροειδής (εγγεγραμμένος) ναός. [< μτγν. τρίκογχος] ΤΡΙΚΟΓΧΟΣ

-κογχος

-κογχος, η, ο & (προφ.) -κοχος: ΑΡΧΙΤ. β' συνθετικό επιθέτων με αναφορά στην κόγχη ή τις κόγχες ναού: δί~/μονό~/τρί~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.