τρίπτυχος , η, ο τρί-πτυ-χος επίθ.: που αποτελείται από τρία τμήματα, μέρη: ~η: εικόνα/θήκη. ~ο: φυλλάδιο.|| ~η: προσέγγιση. ~ο: αφιέρωμα (σε έναν ποιητή). Βλ. -πτυχος. ● Ουσ.: τρίπτυχο (το) {-ου (λόγ.) -ύχου} 1. σύνολο από τρία στοιχεία ή αντικείμενα που σχετίζονται μεταξύ τους: το ~ της επιτυχίας (πβ. τριπλέτα)/των μέτρων/των προτεραιοτήτων/των στόχων. Το ~ των κτιρίων «Ακαδημία - Πανεπιστήμιο - Εθνική Βιβλιοθήκη» (= Αθηναϊκή Τριλογία).2. δελτίο ή έντυπο που διπλώνεται σε τρία συνεχόμενα φύλλα: ροζ ~ (: το δίπλωμα οδήγησης). Το ~ της σχολής (: η φοιτητική ταυτότητα).|| Διαφημιστικό ~.3. ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. ζωγραφική ή ανάγλυφη σύνθεση με τρεις ξεχωριστές επιφάνειες, οι οποίες συνδέονται έτσι, ώστε οι δύο μικρότερες πλαϊνές να διπλώνονται πάνω στη μεγαλύτερη κεντρική επιφάνεια: ~ με σκηνές από τα Πάθη του Χριστού. Βλ. δίπτυχο.4. ΠΑΛΑΙΟΓΡ. {συνήθ. στον πληθ.} τρεις ενωμένες πινακίδες που συναποτελούν έναν κώδικα. Βλ. πολύπτυχο. [< 2,3: γαλλ. triptyque, αγγλ. triptych] [< αρχ. τρίπτυχος, γαλλ. triptyque, αγγλ. triptych]
-πτυχος
-πτυχος, η, ο: επίθημα για δήλωση συνήθ. αριθμού πτυχών ή όψεων: τρί~.|| (ουσιαστικοπ.) Το δίπτυχο.|| (μτφ.) Πολύπτυχη υπόθεση.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.