τραγικοποιώ [τραγικοποιῶ] τρα-γι-κο-ποι-ώ ρ. (μτβ.) {τραγικοποι-είς ..., -ώντας | τραγικοποί-ησε, -ήσει, -είται}: υπερβάλλω ως προς τη σοβαρότητα μιας κατάστασης, την παρουσιάζω με πολύ τραγικό τρόπο: Συνηθίζει να ~εί τα πράγματα. Πβ. διεκτραγωδώ. Βλ. -ποιώ. ΣΥΝ. δραματοποιώ (2)
τραγικός , ή, ό τρα-γι-κός επίθ. 1. που προκαλεί έντονη λύπη, οίκτο ή έχει συμβεί με θλιβερό ή βίαιο τρόπο: ~ός: θάνατος. ~ή: είδηση/εμπειρία/εξέλιξη/επέτειος/ιστορία/κατάληξη/μέρα/μοναξιά/νύχτα/περίπτωση/σύγκρουση. ~ό: αδιέξοδο/ατύχημα/βίωμα/γεγονός/δίλημμα/κλίμα/ναυάγιο/παρελθόν/συμβάν/τέλος. ~ές: απώλειες/διαπιστώσεις/μαρτυρίες/μνήμες/στιγμές/συνέπειες. Μια ~ή πραγματικότητα. Η ~ή μοίρα των αμάχων. ~ή κατάρρευση κτιρίου. Σε ~ή κατάσταση βρίσκεται ο ... Ζουν σε ~ές συνθήκες. Είναι ~ό να .../το γεγονός ότι ... Ο ~ τόνος της φωνής του. (ΛΟΓΟΤ.) Το ~ό στοιχείο στο έργο του ... Μην υπερβάλλεις, δεν είναι τόσο ~ά τα πράγματα. Πβ. δραματ-, συγκινητ-ικός, τρομ-, φοβ-ερός. Βλ. κωμικο~.2. (για πρόσ.) που βιώνει μια άσχημη, αξιολύπητη κατάσταση: ~ή: μορφή/φυσιογνωμία. ~ό: πρόσωπο. ~ές φιγούρες οι γονείς του αδικοχαμένου ...3. που επιφέρει δυσάρεστες συνέπειες ή συμφορές: ~ή: αποτυχία/ήττα/σύμπτωση. ~ό: λάθος. Υπήρξαν ~ές καθυστερήσεις.4. άθλιος ή αξιοθρήνητος: Η ομάδα είχε χτες μια ~ή εμφάνιση. Περνάει μία ~ή περίοδο όσον αφορά τα οικονομικά.5. ΦΙΛΟΛ. που αναφέρεται στην τραγωδία: ~ός: ηθοποιός/ήρωας/λόγος/μύθος/ρόλος/χορός. ~ή: ποίηση/τέχνη. ~ό: είδος. ΑΝΤ. κωμικός (1) ● Ουσ.: τραγικό (το): η τραγικότητα: το ~ της ανθρώπινης μοίρας. Το ~ στην ιστορία/στην υπόθεση/του πράγματος είναι ότι ... ● επίρρ.: τραγικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: τραγικός ποιητής & τραγικός: ΦΙΛΟΛ. που έγραψε τραγωδίες: αρχαίοι ~οί. Οι τρεις μεγάλοι ~οί του 5ου π.Χ. αι., ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης. ΣΥΝ. τραγωδός (1), τραγική ειρωνεία βλ. ειρωνεία [< 5: αρχ. τραγικός 1-4: γαλλ. tragique, αγγλ. tragic]
τραγικότητα τρα-γι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα του τραγικού, κατάσταση που έχει στοιχεία τραγωδίας: η ~ της ανθρώπινης ύπαρξης/του έργου/του θανάτου/της μοίρας/του πολέμου/της υπόθεσης. Αίσθηση/συνείδηση της ~ας. Βλ. -ότητα. ΣΥΝ. τραγικό
τραγικωμωδία τρα-γι-κω-μω-δί-α ουσ. (θηλ.) & τραγικοκωμωδία 1. ΘΕΑΤΡ. θεατρικό έργο που κινείται ανάμεσα στην τραγωδία και την κωμωδία, συνήθ. με έντονο το τραγικό στοιχείο στην εξέλιξη της υπόθεσης, αλλά ευχάριστη έκβαση. Πβ. κωμικοτραγωδία.2. (μτφ.) κατάσταση που διακρίνεται από τραγικά και κωμικά στοιχεία μαζί: ανθρώπινη/καθημερινή/πολιτική ~. [< γαλλ. tragicomédie, αγγλ. tragi-comedy]
τραγίλα τρα-γί-λα ουσ. (θηλ.) (λαϊκό) 1. η άσχημη μυρωδιά του τράγου, ιδ. κατά την αναπαραγωγική περίοδο. ΣΥΝ. βαρβατίλα (2) 2. (μτφ.) δυσάρεστη οσμή ανδρικού σώματος. Βλ. -ίλα.
τράγιος , α, ο τρά-γιος (λόγ.) τρά-γι-ος επίθ. (λαϊκό) & (λόγ.) τράγειος: τραγίσιος: ~α: κάπα (: από δέρμα τράγου). ~ο: κρέας. ● ΦΡ.: το κέρατό μου το τράγιο (υβριστ.): πανάθεμά με, ανάθεμα: ~ ~, τώρα βρήκα να αρρωστήσω; [< μεσν. τράγιος]
τραγίσιος , ια, ιο τρα-γί-σιος επίθ. (λαϊκό): που αναφέρεται στον τράγο ή προέρχεται από αυτόν. Βλ. -ίσιος. ΣΥΝ. τράγιος
ειρωνεία
ειρωνεία[εἰρωνεία] ει-ρω-νεί-α ουσ. (θηλ.) 1. υποτιμητικό σχόλιο υπαινικτικά διατυπωμένο· ειδικότ. χρήση του προφορικού ή γραπτού λόγου με τρόπο που να εκφράζεται το αντίθετο νόημα από αυτό που δηλώνεται κυριολεκτικά: έντονη/καυστική (πβ. σαρκασμός)/πικρή/πικρόχολη ~. Κείμενο γεμάτο ~. Χιούμορ με αρκετή δόση ~ας. Να λείπουν οι ~ες.|| Ανεπαίσθητη/λεπτή ~. Χροιά ~ας. Διακρίνω/διαφαίνεται μια ελαφρά ~ στα λόγια/στον τόνο/στη φωνή του.2. ανακολουθία μεταξύ του πραγματικού αποτελέσματος μιας κατάστασης και του κανονικού ή αναμενόμενου: η ~ της ιστορίας/της υπόθεσης. ● ΣΥΜΠΛ.: σωκρατική ειρωνεία: ΦΙΛΟΣ. η προσποιητή άγνοια του Σωκράτη απέναντι στους συνομιλητές του με στόχο την εκμαίευση των απόψεών τους γύρω από ένα θέμα, τη διαπίστωση της αντιφατικότητας των λόγων τους και την εύρεση στη συνέχεια της αλήθειας., τραγική ειρωνεία1. ΘΕΑΤΡ. δραματική τεχνική κατά την οποία ο ήρωας αγνοεί την πραγματική του κατάσταση, την οποία όμως γνωρίζει ο θεατής ή ο αναγνώστης. 2. (μτφ.) για κάθε εξέλιξη των πραγμάτων που έχει αρνητικό χαρακτήρα, αντίθετα απ' ό,τι αναμένεται: ~ ~ ο θάνατός του την ημέρα των γενεθλίων του. ● ΦΡ.: ειρωνεία της τύχης: για εξέλιξη διαφορετική ή αντίθετη από την προσδοκώμενη: Τι/κατά (τραγική) ~ της τύχης!Η ~ ~ είναι ότι η μπάλα χτύπησε και τις δύο φορές στο δοκάρι. [< αρχ. εἰρωνεία, γαλλ. ironie, αγγλ. irony]
-ίλα
-ίλα(προφ.) επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. δυσάρεστη οσμή ή γεύση: καπν~/κρεατ~/κρεμμυδ~/λαδ~/ξιν~/ποδαρ~/σαπ~/ψαρ~.2. αποτέλεσμα ενέργειας, κατάσταση: ανατριχ~/σκασ~.3. εμφανές σημάδι ορισμένου χρώματος: ασπρ~/κοκκιν~/μαυρ~. Πβ. -άδα, -ιά2. [< λατ. -ile]
-ίσιος
-ίσιος, ια, ιο (λαϊκό): επίθημα που δηλώνει προέλευση ή γενικότ. σχέση με ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: αλογ~/γουρουν~/κατσικ~/σκυλ~/τραγ~. Bαρελ~/σπιτ~. Βουν~/καμπ~/πελαγ~/ποταμ~. Παλικαρ~.
-ότητα
-ότητα(λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη).2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]
-ποιώ
-ποιώ(λόγ.) β' συνθετικό ρημάτων με τη σημασία του 1. κάνω κάτι: αξιο~ (βλ. -λογώ)/γνωστο~/ενοχο~/εντατικο~/ποινικο~.|| (με πρόθ.) Εκ~.2. δίνω συγκεκριμένη μορφή: ψηφιο~.
ρεπούμπλικα
ρεπούμπλικαρε-πού-μπλι-κα ουσ. (θηλ.): είδος ανδρικού καπέλου με γύρο (μπορ): πλατύγυρη ~. Βλ. παναμάς, τραγιάσκα. [< ιταλ. repubblica ‘δημοκρατία’]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.