Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • τραντάζω τρα-ντά-ζω ρ. (μτβ.) {τράντα-ξα, τραντά-ξει, -χτηκε (λόγ.) -χθηκε, -χτεί (λόγ.) -χθεί, τραντάζ-οντας, -όμενος, τραντα-γμένος} ΣΥΝ. ταρακουνώ 1. κουνώ με μεγάλη δύναμη, συνήθ. βίαια και απότομα: Τον άρπαξε και τον ~ξε θυμωμένος. ~ομαι ολόκληρος από τον βήχα/το γέλιο/τα κλάματα/τους λυγμούς. Το κτίριο ~χτηκε (= κλονίστηκε, έτρεμε) συθέμελα από τον σεισμό. Πβ. δονώ, τινάζω. ΣΥΝ. σείω 2. (μτφ.) αναστατώνω, προκαλώ κλονισμό σε κάποιον: Τα δυσάρεστα νέα μας ~ξαν (= συντάραξαν). ΣΥΝ. συγκλονίζω (1) [< σλαβ. trontja]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.