Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • τραπεζοκόμος τρα-πε-ζο-κό-μος ουσ. (αρσ. + θηλ.) {(σπάν.-προφ.) θηλ. τραπεζοκόμα}: αυτός που εργάζεται σε χώρους όπου σερβίρεται φαγητό και είναι υπεύθυνος για το στρώσιμο των τραπεζιών και την εξυπηρέτηση όσων τρώνε: ~ σε εστιατόριο/νοσοκομείο/παιδικό σταθμό. Βλ. -κόμος, σερβιτόρος. [< πβ. μτγν. τραπεζοκόμος ‘δούλος αρμόδιος για το τραπέζι’]

-κόμος

-κόμος επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών∙ δηλώνει 1. τον κατάλληλα εκπαιδευμένο για την φροντίδα κυρ. βρεφών, νηπίων ή ασθενών: βρεφο~/νηπιο~/νοσο~/παιδο~ (πβ. παιδ-αγωγός). 2. τον επαγγελματία που ασχολείται με την εκτροφή ή την παραγωγή: μελισσο~. Πβ. -τρόφος.|| Ανθο~/δασο~/δενδρο~/φυτο~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.