Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • τραυματικός , ή, ό τραυ-μα-τι-κός επίθ. 1. ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με τραύμα ή οφείλεται σε αυτό: ~ή: ρήξη (της αορτής). ~ό: σοκ (: κλονισμός του οργανισμού μετά από σοβαρό τραυματισμό). ~ές: βλάβες/κακώσεις/παθήσεις. 2. (μτφ.) που προξενεί θλίψη, κυρ. ψυχικά τραύματα και άσχημη ψυχολογία: ~ή: ανάμνηση/απώλεια (αγαπημένων προσώπων)/διαδικασία/εμπειρία. ~ό: βίωμα/γεγονός/παρελθόν/συμβάν. ~ές: καταστάσεις/στιγμές. ~ά: παιδικά χρόνια. Πβ. ψυχο~. ● επίρρ.: τραυματικά: στη σημ. 2: Βιώνω ~ ένα γεγονός. [< μτγν. τραυματικός, γαλλ. traumatique, αγγλ. traumatic]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.