τραχεία [τραχεῖα] τρα-χεί-α ουσ. (θηλ.): ΑΝΑΤ. τμήμα του αναπνευστικού σωλήνα που ενώνει τον λάρυγγα με τους βρόγχους και από το οποίο περνά ο αέρας για να φτάσει στους πνεύμονες: διασωλήνωση/στένωση της ~ας. Βλ. βρογχοκήλη, οισοφάγος. ● τραχείες (οι): ΖΩΟΛ. σύνολο σωληναρίων που μεταφέρουν τον αέρα από τα στίγματα στα όργανα των εντόμων. [< μτγν. τραχεῖα (ἀρτηρία), γαλλ. trachée, αγγλ. trachea]
τραχειακός , ή, ό τρα-χει-α-κός επίθ.: ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με την τραχεία: ~ή: ακαρίαση/οπή. ~ό: σύστημα. [< γαλλ. trachéal , αγγλ. tracheal]
βρογχοκήλη
βρογχοκήληβρογ-χο-κή-λη ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. αύξηση του μεγέθους του θυρεοειδούς αδένα, η οποία προκαλεί διόγκωση στο πρόσθιο μέρος του τραχήλου: απλή/ενδημική/εξόφθαλμη/οζώδης/τοξική ~. Βλ. υπερ-, υπο-θυρεοειδισμός, -κήλη. [< μτγν. βρογχοκήλη]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.