Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • τραχεία [τραχεῖα] τρα-χεί-α ουσ. (θηλ.): ΑΝΑΤ. τμήμα του αναπνευστικού σωλήνα που ενώνει τον λάρυγγα με τους βρόγχους και από το οποίο περνά ο αέρας για να φτάσει στους πνεύμονες: διασωλήνωση/στένωση της ~ας. Βλ. βρογχοκήλη, οισοφάγος.τραχείες (οι): ΖΩΟΛ. σύνολο σωληναρίων που μεταφέρουν τον αέρα από τα στίγματα στα όργανα των εντόμων. [< μτγν. τραχεῖα (ἀρτηρία), γαλλ. trachée, αγγλ. trachea]
  • τραχειακός , ή, ό τρα-χει-α-κός επίθ.: ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με την τραχεία: ~ή: ακαρίαση/οπή. ~ό: σύστημα. [< γαλλ. trachéal , αγγλ. tracheal]

βρογχοκήλη

βρογχοκήληβρογ-χο-κή-λη ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. αύξηση του μεγέθους του θυρεοειδούς αδένα, η οποία προκαλεί διόγκωση στο πρόσθιο μέρος του τραχήλου: απλή/ενδημική/εξόφθαλμη/οζώδης/τοξική ~. Βλ. υπερ-, υπο-θυρεοειδισμός, -κήλη. [< μτγν. βρογχοκήλη]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.