Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • τρελός , ή, ό τρε-λός επίθ. 1. που πάσχει από ψυχική ασθένεια: ~ός: δολοφόνος. Πβ. παρανοϊκός, παράφρων, φρενο-βλαβής, -παθής, ψυχοπαθής.|| (κατ' επέκτ.) ~ή: συμπεριφορά. ~ό: βλέμμα. 2. (μτφ.) παράλογος, παλαβός, μουρλός: ~ός: επιστήμονας. ~ό: παιδί (: ζωηρό, άτακτο). Θα πρέπει να είσαι ~ για να κάνεις κάτι τέτοιο. Πάει να με βγάλει και ~ό. Πβ. είναι για τα σίδερα.|| ~ή: ζωή/κωμωδία/παρέα/σκέψη. ~ή πορεία αυτοκινήτου.|| (ως ουσ.) Έμπλεξε με μια ~ή. Το ~ό της ιστορίας/υπόθεσης είναι ότι ... (= το εξωφρενικό). Άρχισε πάλι τα ~ά του ... Ο υπολογιστής έκανε τα ~ά του. 3. υπερβολικά έντονος, πολύ δυνατός: ~ός: έρωτας (πβ. παράφορος). ~ή: διάθεση/επιθυμία. ~ό: γέλιο/γλέντι/ξεφάντωμα/πάθος/πανηγύρι/πάρτι/χιούμορ. Έχει ~ή αδυναμία στα ανίψια της. Η καρδιά μου χτύπαγε σαν ~ή.|| ~ά: έξοδα (: πάρα πολλά, εξωφρενικά).|| ~οί: ρυθμοί (πβ. φρενήρης). Έτρεχε με ~ή ταχύτητα. Πβ. γρήγορος, ιλιγγιώδης, ξέφρενος.|| ~ός: αέρας. Έπιασε ~ή βροχή. 4. παράτολμος: ~ή: απόφαση/ιδέα/πρόταση. ~ό: σχέδιο. 5. παθιασμένος, τρελαμένος: ~ από αγάπη. Είναι ~ για το ποδόσφαιρο/για σένα.|| Φώναζε/χοροπηδούσε σαν ~ από τη χαρά του. ● Ουσ.: τρελός (ο): (στο σκάκι) ο αξιωματικός. ● επίρρ.: τρελά ● ΣΥΜΠΛ.: ο τρελός του χωριού (μτφ.): πρόσωπο που η συμπεριφορά του αποκλίνει, που θεωρείται γραφικός ή παράξενος: Τον αντιμετωπίζουν σαν τον ~ό ~., ασθένεια/νόσος των τρελών αγελάδων βλ. αγελάδα, χοντρά/τρελά λεφτά βλ. χοντρός ● ΦΡ.: γίνεται της τρελής/μουρλής/παλαβής (προφ.): προκαλείται μεγάλη φασαρία, αναστάτωση, σύγχυση: ~ ~ από προσφορές/τις φωνές (= χαμός). ΣΥΝ. γίνεται της κακομοίρας, είδε ο τρελός τον μεθυσμένο και φοβήθηκε (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι ο μεθυσμένος είναι πιο επικίνδυνος από τον τρελό., είμαι τρελός/ζουρλός και παλαβός με/για κάποιον/κάτι: είμαι πάρα πολύ ερωτευμένος ή μου αρέσει κάτι σε υπερβολικό βαθμό: Είναι ~ ~ γι' αυτή την κοπέλα. Είναι ~ ~ με τα ταξίδια., (τρελός) για δέσιμο βλ. δέσιμο, από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια βλ. αλήθεια, είπαν του τρελού να χέσει κι εκείνος ξεκωλώθηκε βλ. χέζω, κάνω σαν παλαβός/τρελός για κάποιον/κάτι βλ. παλαβός, μέσα/μες στην καλή/τρελή χαρά βλ. χαρά, ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα βλ. όνειρο, σαν της τρελής τα μαλλιά βλ. μαλλί, σε μεγάλα/τρελά κέφια βλ. κέφι, το κλουβί με τις τρελές/τους τρελούς βλ. κλουβί, τρελός παπάς σε/τον βάφτισε βλ. βαφτίζω, τρέχω σαν παλαβός/τρελός βλ. παλαβός [< μεσν. τρελός – παλαιότ. ορθογρ. τρελλός]

αγελάδα

αγελάδα [ἀγελάδα] α-γε-λά-δα ουσ. (θηλ.) & (λαϊκό) γελάδα 1. το θηλυκό του βοδιού μετά την πρώτη γέννα: άσπρη/γαλακτοφόρος/μαύρη/παχιά ~. (Νωπό/παστεριωμένο/φρέσκο) γάλα/κοπριά/μαστάρια ~ας. Το μικρό της ~ας (= το μοσχάρι). ~ες γαλακτοπαραγωγής/ελευθέρας βοσκής/κρεατοπαραγωγής. Αρμέγω/εκτρέφω ~ες. Οι ~ες βόσκουν/μηρυκάζουν/μουκανίζουν. Αρμεκτήρια ~ων. Πβ. δαμάλα.|| (ειρων.) Έχει το βλέμμα της ~ας (: πνευματικά νωθρό άτομο). Βλ. ταύρος. 2. (μτφ.-υβριστ.) για παχύσαρκη, άχαρη και δυσκίνητη γυναίκα. Πβ. χοντρός. ● Υποκ.: αγελαδίτσα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: ασθένεια/νόσος των τρελών αγελάδων & (προφ.) τρελές αγελάδες: ΚΤΗΝ. σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια των βοοειδών. [< αγγλ. mad cow disease, 1988] , ιερή αγελάδα (μτφ.): πρόσωπο, θεσμός, ζήτημα που κανείς δεν τολμά να θίξει. [< αγγλ. sacred cow, 1910, γερμ. heilige Kuh] ● ΦΡ.: βρήκε (α)γελάδα ν' αρμέγει (μτφ.): για κάποιον που απομυζά, εκμεταλλεύεται πρόσωπα ή καταστάσεις. ΣΥΝ. βρήκε τον μήνα που τρέφει τους έντεκα, περίοδος/εποχή (των) ισχνών/παχιών αγελάδων (εσφαλμ. παχέων): περίοδος φτώχειας/ευμάρειας: Άρχισε/ήρθε/πέρασε/συνεχίζεται/τέλειωσε η ~ ~. Βλ. τότε που δέναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα. [< μεσν. αγελάδα]

αλήθεια

αλήθεια [ἀλήθεια] α-λή-θεια ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -είας} 1. αυτό που συμφωνεί με ό,τι πραγματικά υπάρχει ή συμβαίνει, γενικότ. η ίδια η πραγματικότητα: αδιάσειστη/αναμφισβήτητη/αναπόφευκτη/αντικειμενική/απλή/γυμνή (: χωρίς ενδοιασμούς για την αποκάλυψή της)/δυσάρεστη/επώδυνη/ιστορική/μισή/προφητική/σκληρή/υποκειμενική/ωμή ~. Αποδεικνύω/αποκρύπτω/αποσιωπώ/βλέπω/γνωρίζω/μαθαίνω/παραδέχομαι/συνειδητοποιώ την ~. Αναζήτηση/αποκατάσταση/γνώση/διαστρέβλωση/εύρεση της ~ας. Αποκαλύφθηκε/έλαμψε η ~. Η ~ βρίσκεται (κάπου) στη μέση. Τελικά ποια είναι η ~; Δεν λέει πάντοτε την ~. Ο ισχυρισμός/η ομολογία του δεν ανταποκρίνεται στην ~. Αντιλαμβάνονται την ~ με διαφορετικό τρόπο. Θα σας πω πικρές ~ειες. Mύθοι/παραμύθια και ~ειες για το Διάστημα. Βλ. φιλ~.|| (σε όρκο ενώπιον δικαστηρίου) Ορκίζομαι να πω την ~ και μόνο την ~.|| (ΓΛΩΣΣ.) Συνθήκες ~είας (: προϋποθέσεις που πρέπει να ισχύουν, για να θεωρηθεί αληθές το περιεχόμενο των προτάσεων). ΑΝΤ. αναλήθεια, πλάνη1, ψέμα (1), ψεύδος 2. η ιδιότητα κάποιου πράγματος να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα: Αμφισβητώ/αποδεικνύω/ελέγχω/εξακριβώνω/επιβεβαιώνω την ~ των επιχειρημάτων/των καταγγελιών/των λόγων/της μαρτυρίας. Πβ. ακρίβεια, εγκυρότητα, ορθότητα. 3. αρχή, γνώση για την οποία δεν αμφιβάλλει κανείς: αιώνια/απόλυτη/άρρητη/αυταπόδεικτη/βιβλική/διαχρονική/δογματική/επιστημονική/θεμελιώδης/ιστορική/μαθηματική/μεταφυσική/(οντο)λογική/φιλοσοφική/χριστιανική ~. Κρυφές ~ειες. Αμφισβήτηση θεμελιωδών ~ειών. Πβ. αξίωμα. 4. γενικά παραδεκτή άποψη: Είπε μια μεγάλη ~. Στη συζήτηση ακούστηκαν πολλές ~ειες. Βλ. απόφθεγμα, σοφία. ● ΣΥΜΠΛ.: δόση/ίχνος αλήθειας: μέρος, ποσοστό, βαθμός αλήθειας: Δεν υπάρχει ~ ~ (= η παραμικρή αλήθεια) στους ισχυρισμούς της/στο δημοσίευμα. Υπάρχει αρκετή/κάποια/μια δόση ~ στις φήμες., ορός της αλήθειας & (λόγ.) ορός αληθείας: ουσία που προκαλεί ελαφριά νάρκωση και χορηγείται, για να ωθήσει αυτόν που ανακρίνεται, να μιλήσει ελεύθερα. Βλ. ανιχνευτής ψεύδους, ναρκανάλυση. [< αγγλ. truth serum, 1924, γαλλ. sérum de vérité] , τιμή αληθείας: η αλήθεια ή αναλήθεια μίας πρότασης ή δήλωσης: Το σύστημα της λογικής που εισηγήθηκε ο Αριστοτέλης βασίζεται στην αρχή ότι μία πρόταση μπορεί να λάβει δύο ~ές ~, την αλήθεια ή το ψεύδος. [< αγγλ. truth-value, 1903] ● ΦΡ.: από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια (παροιμ.): τα παιδιά και οι ψυχικά ασθενείς εκφράζονται με μεγαλύτερο αυθορμητισμό και ειλικρίνεια., για να λέμε/πούμε/πω την (καθαρή/μαύρη) αλήθεια: πρέπει να παραδεχτώ ή να αναγνωρίσω ότι: ~ ~, έφταιγες κι εσύ λίγο/τέτοια εξέλιξη δεν την περιμέναμε., η αλήθεια είναι/είναι αλήθεια ότι/πως (εμφατ.): είναι γεγονός, η πραγματικότητα είναι ότι ... : ~ ~ δεν μου αρέσει .../εργάστηκε πολύ σκληρά., η στιγμή/ώρα της αλήθειας: η ώρα της κρίσης, η στιγμή για κάτι σημαντικό: Έρχεται/έφτασε/πλησιάζει ~ ~. [< αγγλ. the moment of truth, 1932] , μα την αλήθεια (προφ.): έκφρ. επιβεβαίωσης: Ευχάριστη έκπληξη ~ ~! Ήθελα, ~ ~, να ήξερα πού βρίσκεται αυτή τη στιγμή!, αυτό/η αλήθεια/το σωστό να λέγεται βλ. λέω [< αρχ. ἀλήθεια, γαλλ. vérité, αγγλ. truth, γερμ. Wahrheit]

βαφτίζω

βαφτίζω βα-φτί-ζω ρ. (μτβ.) {βάφτι-σα, βαφτί-στηκα (λόγ.) -σθηκα, -σμένος, βαφτίζ-οντας} & (λόγ.) βαπτίζω 1. ΕΚΚΛΗΣ. εντάσσω κάποιον στους κόλπους της Εκκλησίας με το μυστήριο της βάπτισης: ~ ένα παιδί (= γίνομαι νονός ή νονά). ~σαν τον γιο/την κόρη τους. ~σμένος Χριστιανός Ορθόδοξος. Το μωρό δεν είναι ακόμα ~σμένο (= αβάφτιστο). 2. ονοματοδοτώ κατά το μυστήριο της βάφτισης: Την ~ησαν Ιωάννα (= την έβγαλαν, την ονόμασαν). 3. (κατ' επέκτ.) δίνω σε κάποιον ή κάτι όνομα ή του αποδίδω ιδιότητα: ~σαν το σκυλάκι τους Τζακ. ~στηκε το ταχύτερο πλοίο του κόσμου.|| (αρνητ. συνυποδ.) ~ουν θύματα τους θύτες. Εισάγουν ξένα προϊόντα και τα ~ουν ελληνικά. Πβ. αποκαλώ, ονομάζω, προσαγορεύω. 4. (σπάν.-λόγ.) εμβαπτίζω: Σε αραιό διάλυμα κασσίτερου ~εται μπρούτζινο σκεύος. ● ΦΡ.: βαφτίζει το κρέας ψάρι (μτφ.): παραποιεί την πραγματικότητα: Πρόκειται για σκάνδαλο κι ας βαφτίζουν μερικοί ~ ~. Βλ. κάνω τα πικρά γλυκά., τρελός παπάς σε/τον βάφτισε: για παράλογη συμπεριφορά., ακόμη δεν τον είδαμε (και) Γιάννη τον βαφτίσαμε/τον εβγάλαμε βλ. Γιάννης [< μτγν. βαπτίζω]

δέσιμο

δέσιμο δέ-σι-μο ουσ. (ουδ.) {δεσίμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. σύνδεση, συγκράτηση, ακινητοποίηση με σχοινί, σύρμα: ~ με αλυσίδα/σπάγκο. Τεχνικές/τρόπος ~ατος. ~ του αγκιστριού στην πετονιά/της βάρκας στο λιμάνι (= πρόσδεση)/του φορτίου. ~ του αρνιού στη σούβλα. Υποχρεωτικό ~ των επιβατών με ζώνη ασφαλείας. ~ των χεριών πισθάγκωνα. ΑΝΤ. λύσιμο. 2. σχηματισμός κόμπου, φιόγκου και συνεκδ. οποιοδήποτε είδος σύνδεσης: απλό/περίτεχνο/πρόχειρο/σφιχτό ~. ~ ζώνης/κορδονιών μεταξύ τους. Το ~ της γραβάτας. ΑΝΤ. λύσιμο.|| Σφίγγω/χαλαρώνω το ~ του φορέματος στο λαιμό. 3. επίδεση: Το ~ της πληγής/του τραύματος περιορίζει την αιμορραγία.|| Το ~ των ματιών (: κάλυψή τους για να εμποδιστεί η όραση). 4. σύνδεση των στοιχείων ενός συνόλου: σκληρό ~ βιβλίου (= σκληρόδετο). Πβ. βιβλιοδεσία, στάχωση.|| ~ των φύλλων στο πάνω μέρος/στο πλάι. Πβ. συρραφή.|| Το ~ του κινητήρα/της μηχανής. Πβ. μοντάρισμα, στήσιμο, συναρμολόγηση.|| Το ~ του διαμαντιού στο δαχτυλίδι (από χρυσοχόο). 5. (μτφ.-προφ.) ψυχική ή/και συναισθηματική σύνδεση, αρμονικό ταίριασμα: μεγάλο/πνευματικό/στενό ~ μεταξύ δυο ανθρώπων. Αποκτώ/δημιουργώ ~ με κάποιον. Έχει υπερβολικό ~ με τη μητέρα της. Το ~ με τον τόπο καταγωγής. Πβ. δεσμός, σύνδεσμος.|| Το ~ που έχουμε ως ομάδα ... ~ των χρωμάτων. Το ~ του παλιού με το καινούργιο. Πβ. ανάμειξη, σύνθεση. 6. (μτφ.) σταθεροποίηση της μορφής: το ~ του γλυκού/της κρέμας/της σάλτσας. Πβ. πήξιμο.|| Το ~ του καρπού (: ο σχηματισμός του από το άνθος, καρπόδεση). Πβ. μέστωμα. 7. (σπάν.-λαϊκό) μάγια με στόχο τη δέσμευση κάποιου. ● ΦΡ.: (τρελός) για δέσιμο: θεότρελος, θεοπάλαβος: Είναι ~ ~! Είστε όλοι τρελοί ~! [< μεσν. δέσιμο] ΔΕΣΙΜΟ

κέφι

κέφι κέ-φι ουσ. (ουδ.) {κεφ-ιού | -ια} (προφ.): ευχάριστη, καλή ψυχολογική κατάσταση· γενικότ. διάθεση: βραδιά γεμάτη ~ και χορό. Τραγούδια χαράς και ~ιού. Έχασε το ~ της. Η βροχή δεν κατάφερε να χαλάσει το ~ των χιλιάδων καρναβαλιστών. Κάνει τη δουλειά της με πολύ ~ (= ζήλος, μεράκι). Πβ. ευδιαθεσία, ευθυμία. ΑΝΤ. κακοκεφιά.|| (Μου δίνει) ~ για ζωή. Τι σου φτιάχνει το ~; Δεν έχω ~ (= όρεξη) για ... Ακούει όλα τα είδη μουσικής ανάλογα με το ~/τα ~ια του. ΑΝΤ. ακεφιά ● Υποκ.: κεφάκια (τα) ● ΦΡ.: είμαι στα κέφια μου: έχω πολύ καλή διάθεση: Απόψε δεν είσαι ~ ~ σου. ΣΥΝ. είμαι στα πάνω μου, κάνω κέφι/γούστο κάποιον/κάτι: μου αρέσει: Πολύ σε ~ ~ (πβ. τον πάω)! Τι ~εις ~ να φας (= γουστάρεις, θέλεις);, κάνω κέφι/έρχομαι στο κέφι (προφ.): αποκτώ ανέμελη, ευχάριστη διάθεση: Πίνει για να ~ει ~. Βλ. κάνω κεφάλι., κάνω τα κέφια (κάποιου): ικανοποιώ τις επιθυμίες του: Θεωρεί φίλο του μόνο όποιον του ~ει ~ (= τα χατίρια).|| Μέχρι στιγμής ο καιρός μας ~ει ~ (: συνήθ. για καλοκαιρία)., κάνω το κέφι/το γούστο/το ψώνιο μου: κάνω ό,τι με ευχαριστεί, αυτό που θέλω: Έκανα ~ ~ κι έβγαλα και λεφτά!, μου κάνει κέφι & μου κάνει όρεξη: επιθυμώ, θέλω: Ασχολούμαι με τη μουσική όποτε ~ ~. Δεν της ~ ~ να βλέπει τηλεόραση. Πβ. γουστάρω., πώς πάνε τα κέφια/πώς τα πας;: τι κάνεις; πώς είσαι;, σε μεγάλα/τρελά κέφια: για να δηλωθεί συνήθ. ότι κάποιος αποδίδει πολύ καλά ή είναι πολύ χαρούμενος: Η ομάδα βρέθηκε/εμφανίστηκε/ήταν ~ ~.|| Αν τον πετύχεις ~ ~, είναι το κάτι άλλο!, ανάβει το γλέντι/κέφι βλ. ανάβω, τσακίρ κέφι βλ. τσακίρ [< τουρκ. keyif]

κλουβί

κλουβί κλου-βί ουσ. (ουδ.) {κλουβ-ιού} 1. περιφραγμένη κατασκευή με πλέγμα ή κάγκελα, μέσα στην οποία ζουν σε συνθήκες εγκλεισμού ζώα ή πουλιά: ~ για κουνέλια/χάμστερ. ~ εκτροφής. Η ταΐστρα του ~ιού (: σε ~ για πουλιά).|| ~ μεταφοράς σκύλων. Βλ. κλούβα, τεράριουμ. 2. (μτφ.) περιορισμένος χώρος που δίνει την εντύπωση κελιού ή φυλακής: (κ. ως παραθετικό σύνθ.) διαμέρισμα/δωμάτιο-~. Πβ. κουτί. ● Υποκ.: κλουβάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: χρυσό κλουβί βλ. χρυσός ● ΦΡ.: το κλουβί με τις τρελές/τους τρελούς (μτφ.): χώρος όπου επικρατούν παράλογες καταστάσεις., σαν αγρίμι/θηρίο/λιοντάρι στο κλουβί βλ. αγρίμι [< μεσν. κλουβί(ν)]

μαλλί

μαλλί μαλ-λί ουσ. (ουδ.) {μαλλ-ιού} 1. {συνήθ. στον πληθ.} το σύνολο των τριχών που καλύπτουν το πάνω και πίσω μέρος του ανθρώπινου κεφαλιού: άσπρα/γκρίζα/καστανά/κόκκινα/μαύρα/ξανθά ~ιά. Αραιά/γερά/δεμένα/ίσια/κατσαρά/κοντά/λαμπερά/λυτά/μακριά/ξηρά/πλούσια/πυκνά/σγουρά/σπαστά/ταλαιπωρημένα/υγιή/φουντωτά ~ιά. Άβαφα/άλουστα/απεριποίητα/βρεγμένα/λουσμένα ~ιά. ~ιά με ανταύγειες/μπούκλες/όγκο. Σαμπουάν για αδύναμα/ευαίσθητα/κανονικά/λεπτά/λιπαρά ~ιά. Κοκαλάκι/λακ/λοσιόν/σεσουάρ για τα ~ιά. Αξεσουάρ/απώλεια/βαφές/βούρτσα/ζελέ/θεραπεία/ισιωτική/κόψιμο/κρέμα/μαλακτικό/μεταμόσχευση/περιποίηση/πιστολάκι/προσθετική/σπρέι/στέγνωμα/τούφα/τύπος/χρώμα ~ιών. Έφτιαξα/χτένισα το ~/τα ~ιά μου. Έπιασε τα ~ιά της με τσιμπιδάκι. 2. {συνήθ. στον εν.} τρίχωμα ζώων, που συχνά αποτελεί αντικείμενο επεξεργασίας: αγνό/ακατέργαστο/απαλό/παρθένο/πρόβειο/συνθετικό/φυσικό ~. Ρούχα/υφάσματα από ~ (= μάλλινα). Γνέσιμο/επεξεργασία/παραγωγή/ποιότητα ~ιού. || Ορυκτό ~ (= πετροβάμβακας). ● Υποκ.: μαλλάκι (το) {συνήθ. στον πληθ.} ● ΣΥΜΠΛ.: μαλλί της γριάς: ΖΑΧΑΡ. είδος γλυκίσματος, κυρ. για παιδιά, από νήματα λιωμένης ζάχαρης που τυλίγονται γύρω από ένα ξυλάκι., μαλλιά αγγέλου: είδος φιδέ. [< αγγλ. angel-hair pasta, 1981] , στεγνωτήρας μαλλιών βλ. στεγνωτήρας ● ΦΡ.: μαλλιά κουβάρια (προφ.): για έντονη αντιπαράθεση ή σύγχυση: Έγιναν ~ ~ (= μύλος) λόγω οικονομικών διαφορών.|| Τα 'χω κάνει ~ ~ (= μαντάρα) στο μυαλό μου. ΣΥΝ. άνω-κάτω (2), κουλουβάχατα, μαλλιοκούβαρα, πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος (παροιμ.): προσπάθησε να κερδίσει κάτι και τελικά ζημιώθηκε., πιάνομαι μαλλί με μαλλί {συνήθ. στο γ' πρόσ.} (προφ.): μαλλιοτραβιέμαι., πόσο πάει το μαλλί; (μτφ.-ειρων.): πόσο κάνει/κοστίζει;, σαν της τρελής τα μαλλιά (σπάν.-προφ.): για χώρο όπου επικρατεί ακαταστασία: Το δωμάτιό του ήταν ~ ~. ΣΥΝ. άνω-κάτω (1), τα μαλλιά της κεφαλής μου/σου/του (προφ.): τα μαλλιοκέφαλά μου., αρπάζω την ευκαιρία (από τα μαλλιά) βλ. ευκαιρία, αφήνω μούσι/μουστάκι/γένια/μαλλιά βλ. αφήνω, κλάνω μαλλί/μέντες/πατάτες βλ. κλάνω, ο πνιγμένος απ' τα μαλλιά (του) πιάνεται βλ. πνίγω, τραβάω τα μαλλιά μου βλ. τραβώ, τραβηγμένος από τα μαλλιά βλ. τραβηγμένος [< μεσν. μαλλίν < μτγν. μαλλίον]

όνειρο

όνειρο [ὄνειρο] ό-νει-ρο ουσ. (ουδ.) {ονείρ-ου | -ων· (λαϊκό-λογοτ.) πληθ. ονείρατα} 1. βίωση σειράς εικόνων, παραστάσεων, ιδεών, (συν)αισθημάτων που εμφανίζονται στο μυαλό, συνήθ. έχοντας αναδυθεί από το ασυνείδητο, κατά τη διάρκεια των διαφόρων σταδίων του ύπνου: άσχημο/ερωτικό/ζωντανό/κακό/καλό/όμορφο/περίεργο/προφητικό/σημαδιακό/φρικτό (πβ. εφιάλτης) ~. Βλέπει το ίδιο ~ κάθε βράδυ. ~ ήταν, πέρασε. Το ~ βγήκε αληθινό. Δεν πιστεύει στα ~α. Ερμηνεία και εξήγηση των ~ων (βλ. ονειροκρίτης).|| Διαυγές ή συνειδητό ~ (: κατά το οποίο κάποιος έχει συνείδηση ότι ονειρεύεται, ενώ το ~ είναι σε εξέλιξη).|| Εμφανίστηκε σαν (σε) ~ μπροστά της. ΣΥΝ. ενύπνιο 2. (μτφ.) φιλοδοξία, στόχος, ευσεβής ή ανεκπλήρωτος πόθος· ισχυρή επιθυμία, λαχτάρα για κάτι ή κάποιον: ανέφικτο/απατηλό/άπιαστο/κρυφό/νεανικό/παιδικό/τρελό ~. Το ~ της ζωής της είναι να γίνει χορεύτρια. Έκανε το ~ό του πραγματικότητα. Κυνηγάει το ~ό της. Πάλεψε σκληρά, για να κατακτήσει το ~ό του. Όλοι έχουν δικαίωμα στο ~ (: να ονειρεύονται). Πλάθει ~α στον ξύπνιο του (: ονειροπολεί). Αγόρασε το σπίτι των ~ων του. (προφ.) Έχω κάνει ~α για σένα. Πώς τολμάς να σκοτώνεις τα ~α και τις ελπίδες μου; Πβ. ονειροπόληση, όραμα, ουτοπία, φαντασιοκόπημα, φαντασίωση, χίμαιρα. 3. {χωρ. πληθ.} (επιτατ.) για καθετί θαυμάσιο, έξοχο: Αγόρασε ένα φόρεμα (σκέτο) ~! Μαγείρεψε μια μακαρονάδα ~! Πβ. μαγεία, μούρλια, ποίημα.|| (ως επίρρ.) Περάσαμε ~ (= ονειρεμένα, ονειρικά) στις διακοπές! ΣΥΝ. αριστούργημα (3), θαύμα (2) ● Υποκ.: ονειράκι (το) 1. όνειρο. 2. τρυφερή προσφώνηση σε αγαπημένο πρόσωπο: Καληνύχτα ~ μου! ● ΣΥΜΠΛ.: αμερικανικό όνειρο βλ. αμερικανικός, μακρινό όνειρο βλ. μακρινός ● ΦΡ.: έλα να/θα σου ξηγήσω τ' όνειρο (αργκό): για δήλωση επιθετικής ή ερωτικής διάθεσης: Έλα, αν έχεις τα κότσια, να ~ ~ (πβ. θα σου δείξω (εγώ)!, όνειρα γλυκά!: ευχή σε κάποιον που πηγαίνει να κοιμηθεί: Τρεχάτε τώρα στα κρεβάτια σας κι ~ ~.|| (χιουμορ.) ~ ~ και ... απονήρευτα. Βλ. καληνύχτα, καλόν ύπνο(!)., όνειρο θερινής νυκτός: για καθετί που είναι αδύνατον να πραγματοποιηθεί, ουτοπικό: ~ ~ φαντάζει η πρόκριση για την ομάδα. [< αγγλ. A Midsummer Night's Dream (Σαίξπηρ)] , ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα: για κάτι εντελώς ανέλπιστο: ~ ~ δεν περίμενα τέτοια επιτυχία., σαν όνειρο μου φαίνεται & μου φαίνεται σαν όνειρο: για κάτι που κάποιος θεωρεί εξωπραγματικό, απίθανο να συμβεί, αλλά συμβαίνει: ~ ~ ότι πήρα προαγωγή., αλλού το όνειρο κι αλλού το θαύμα βλ. αλλού, βλέπω κάποιον/κάτι στο όνειρό μου/στον ύπνο μου βλ. βλέπω [< 1: αρχ. ὄνειρον, αγγλ. dream, γαλλ. rêve]

παλαβός

παλαβός, ή, ό πα-λα-βός επίθ. (προφ.): τρελός: (για πρόσ.) Είναι εντελώς ~. Πβ. ανισόρροπος, παλαβιάρης, παρλιακός.|| ~ή: ιδέα/ιστορία/κατάσταση.|| ~ή: απόφαση/οδήγηση (= επικίνδυνη, παράτολμη). ΣΥΝ. ζουρλός, μουρλός (1) ● Ουσ.: παλαβά (τα): ανόητη, επιπόλαιη, χαζή πράξη ή συμπεριφορά: Άρχισε/κάνει τα ~ του! ● επίρρ.: παλαβά ● ΦΡ.: κάνω σαν παλαβός/τρελός για κάποιον/κάτι: μου αρέσει κάποιος/κάτι πάρα πολύ., το παίζω παλαβός & κάνω τον παλαβό: κάνω τον τρελό, για να απαλλαγώ από τις υποχρεώσεις μου., το ρίχνω στην παλαβή & κάνω την παλαβή: προσποιούμαι τον αδιάφορο, τον ανήξερο ή τον αφελή· κάνω ότι δεν καταλαβαίνω ή ότι δεν με ενδιαφέρει κάτι., τρέχω σαν παλαβός/τρελός 1. (μτφ.) κινούμαι με γρήγορους ρυθμούς, για να πετύχω κάτι. 2. οδηγώ πολύ γρήγορα και συνήθ. απρόσεχτα., γίνεται της τρελής/μουρλής/παλαβής βλ. τρελός, είμαι τρελός/ζουρλός και παλαβός με/για κάποιον/κάτι βλ. τρελός [< μεσν. παλαβός]

χαρά

χαρά χα-ρά ουσ. (θηλ.) 1. έντονα θετικό συναίσθημα που συνιστά έκφραση ευτυχίας και προκαλείται από την εκπλήρωση στόχου ή επιθυμίας: εσωτερική ~. ~ και αισιοδοξία/ικανοποίηση/περηφάνια/συγκίνηση. Η ~ της δημιουργίας/του έρωτα/της ζωής/της νίκης/του παιχνιδιού. Χαμόγελα ~άς. Με ιδιαίτερη/περισσή ~. Τρελός από ~. Γέλια και ~ές. Η ~ μου δεν περιγράφεται/είναι απερίγραπτη. Είναι όλο ~. Δάκρυσε/έκλαψε/λάμπει από ~. Τα λόγια σου μου δίνουν μεγάλη ~ (= με κάνουν πολύ χαρούμενο). Χρόνια πολλά με υγεία και ~! (σε λόγο:) Έχω τη ~ και την τιμή να ... Είναι ~ μου που βρίσκομαι σήμερα μαζί σας. Πβ. ευχαρίστηση. Βλ. ενθουσιασμός. ΑΝΤ. θλίψη (1), λύπη (1), στενοχώρια 2. (συνεκδ.) οτιδήποτε προκαλεί το αντίστοιχο συναίσθημα· χαρούμενο συμβάν: απλές/καθημερινές/οικογενειακές ~ές. Ο ερχομός του ήταν (μια) ανέλπιστη/απροσδόκητη ~. Έχουμε διπλή ~ στο σπίτι: γάμο και γεννητούρια. Απολαμβάνω/γεύομαι τις μικρές ~ές (= μικροχαρές) της ζωής. Περάσαμε ~ές και λύπες. ● Υποκ.: χαρούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: παιδική χαρά: υπαίθριος χώρος ψυχαγωγίας για παιδιά, στον οποίο υπάρχουν διάφορα παιχνίδια (κούνιες, τραμπάλα, τσουλήθρα): η ~ ~ της γειτονιάς. Βλ. λούνα παρκ, παιδότοπος, πάρκο.|| (μτφ.) Η άμυνα της ομάδας θυμίζει ~ ~., τσάρτερ της χαράς βλ. τσάρτερ, χαράς ευαγγέλια βλ. ευαγγέλιο ● ΦΡ.: γεια χαρά (προφ.) & (λαϊκό) γεια χαραντάν: ως φιλικός χαιρετισμός: ~ ~, παιδιά! ~ ~ σ' όλους! Γεια (σου) και χαρά σου!, η χαρά του ... (προφ.-συχνά ειρων.): για να δηλωθεί ότι κάτι προσφέρει μεγάλη ευχαρίστηση σε κάποιον, έχει σε μεγάλο βαθμό στοιχεία που τον ικανοποιούν: Αυτοκίνητα, ~ ~ των ανδρών. Το δωμάτιό της είναι ~ ~ παιδιού (: γεμάτο παιχνίδια). Πόλη που είναι ~ ~ αρχιτέκτονα., κάνω χαρά/χαρές/χαρούλες: εξωτερικεύω τη χαρά μου: Έκανε μεγάλη χαρά που μας είδε. Μας έκανε (πολλές) χαρές/χαρούλες (: μας υποδέχτηκε θερμά).|| Το τι χαρές έκανε με τα δώρα της, δεν λέγεται!|| Ε, ρε χαρές (= γλέντια) που έχουμε να κάνουμε!, μέσα/μες στην καλή/τρελή χαρά & (σπάν.) σαν την καλή χαρά (προφ.): πολύ χαρούμενος, κεφάτος: Είναι πάντα/ξύπνησε ~ ~., μετά χαράς (λόγ.): ευχαρίστως, πρόθυμα: Δέχομαι ~ ~., μια χαρά (προφ.): πολύ καλά, ωραία: -Πώς είσαι; -~ ~! Όλα πάνε ~ ~. ~ ~ τα κατάφερες/σε βλέπω. Τα βρήκαν ~ ~ μεταξύ τους. ~ ~ (= με τον καλύτερο δυνατό τρόπο) τη χειρίστηκε την υπόθεση.|| (ειρων.) ~ ~ θα ζήσεις και χωρίς εμένα.|| Γιατί τι έχει; ~ ~ παιδί είναι (: πολύ καλό).|| Θα μπορούσε ~ ~ (= κάλλιστα) να αδιαφορήσει, αλλά δεν το 'κανε., μοιρασμένη χαρά, διπλή χαρά (παροιμ.): η χαρά γίνεται ακόμα μεγαλύτερη, όταν τη μοιραζόμαστε με κάποιον. Βλ. μοιρασμένη λύπη, μισή λύπη., πετώ/πηδώ απ' τη χαρά μου/από χαρά (μτφ.-επιτατ.): είμαι πάρα πολύ χαρούμενος, πανευτυχής: Πέταξε ~ ~, όταν έμαθε ότι ...|| -Χαίρεσαι; -Ε, δεν πετώ κι ~ μου (= δεν τρελαίνομαι κιόλας). Κανονικά, θα 'πρεπε να ~άς από χαρά., στις χαρές/στη χαρά σου! (ευχετ., συνήθ. ως πρόποση): και στα δικά σου!: Άντε, και ~ ~! ~ ~ σας οι λεύτεροι!, χαρά θεού (προφ.): όμορφος καιρός, λιακάδα· κατ' επέκτ. για κάτι πολύ όμορφο, ευχάριστο: ~ ~ σήμερα! Είναι/έχει ~ ~ έξω, πάμε βόλτα;|| ~ ~ η φύση!, χαρά μου: οικεία προσφώνηση: Ό,τι θέλεις, ~ ~!, χαρά σ' αυτόν/σ' εκείνον/στον ... που ... (προφ.-συνήθ. ειρων.): έχει κάθε λόγο να είναι ευτυχισμένος αυτός που ...: Χαρά στον άντρα που θα την πάρει!, χαρά στο κουράγιο/στην υπομονή σου (προφ.): απορώ πώς αντέχεις: ~ ~ που περίμενες τόσες ώρες/τον ανέχεσαι!, (την) κάνει (μια χαρά) τη δουλειά/(τη δουλίτσα) του βλ. δουλειά, γιορτές/χαρές και πανηγύρια βλ. γιορτή, εργασία και χαρά! βλ. εργασία, η τιμή τιμή δεν έχει (και χαρά στον που την έχει) βλ. τιμή, με γεια σου, με χαρά σου βλ. γεια, μια χαρά και δυο τρομάρες βλ. τρομάρα, σιγά το/χαρά στο πρά(γ)μα! βλ. πράγμα, της Κυριακής χαρά και της Δευτέρας λύπη βλ. Κυριακή, χαρά και αγαλλίαση βλ. αγαλλίαση [< αρχ. χαρά]

χέζω

χέζω χέ-ζω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {έχε-σα, χέ-σει, -στηκα, -στεί, χέζ-οντας, χε-σμένος} (προφ.) 1. αφοδεύω. Πβ. αποπατώ, ενεργούμαι, κάνω την ανάγκη μου. 2. (υβριστ.) βρίζω χυδαία, προσβάλλω: Μη σε ~σω! Θα ~στούμε (= τσακωθούμε), αν το ξανακάνεις! Πβ. ξε~. 3. (εμφατ.) για να δηλωθεί ότι κάτι γίνεται σε μεγάλο βαθμό: ~στηκε απ' τον φόβο (= φοβήθηκε πολύ, τα 'κανε πάνω του)/τη χαρά του.|| ~στήκαμε στα γέλια (= ξεκαρδιστήκαμε). Πβ. κατουριέμαι. 4. ευτελίζω, απαξιώνω: Την έχει ~σει (= ξεφτιλίσει) εντελώς την κουβέντα.|| Να τις ~σω (= βράσω) τέτοιες διακοπές, δεν μου χρειάζονται.χέστηκα (αργκό): αδιαφορώ παντελώς, δεν με νοιάζει: Κάνε ό,τι θες! ~! ~ αν θα με πάρει τηλέφωνο. Προσωπικά, ~ για το τι λένε οι άλλοι (: ποσώς με ενδιαφέρει/σκασίλα μου). ● ΦΡ.: (εμένα) να με χέσεις! (προφ.): για κάτι αδύνατο, απίθανο: Αν βγάλεις άκρη/αν με ξαναδείς, ~ ~!, δεν/να πά(ει) να χεστεί! (προφ.): δηλωτικό αγανάκτησης ή θυμού: ~ ~ κι αυτός!, είπαν του τρελού να χέσει κι εκείνος ξεκωλώθηκε & είπαν της γριάς να χέσει κι αυτή ξεκωλιάστηκε (παροιμ.): για κάποιον που χρησιμοποιεί αλόγιστα κάτι που του παραχωρήθηκε ή κάνει σε υπερβολικό βαθμό κάτι που του είπαν ή τον άφησαν να κάνει., έχω κάποιον χεσμένο (αργκό-υβριστ.): τον περιφρονώ τελείως, δεν τον υπολογίζω: Τους έχει όλους ~ους κανονικά (= γραμμένους στα παλιά του τα παπούτσια)., μη χέ(σω) (τώρα) (προφ.): δηλωτικό αμφισβήτησης ή περιφρόνησης: Το παίζει και σπουδαίος! ~ ~! Η (~ ~) όμορφη παρουσιάστρια ..., όποιος χέζει/κατουράει στη θάλασσα, το βρίσκει στ' αλάτι (παροιμ.): οι κακές πράξεις μακροπρόθεσμα έχουν αρνητικές συνέπειες σε αυτούς που τις κάνουν., χέσ' τον/γάμα τον (αργκό): παράτησέ τον, άφησέ τον: ~ ~ (= άσ' τον), αφού δεν θέλει να έρθει., χέσε μέσα! (αργκό): για να δηλωθεί απαξίωση, απογοήτευση ή απαισιοδοξία: ~ ~! Έφαγα πρόστιμο! Η κατάσταση είναι ~ ~ (= χάλια, σκατά)! , χεστήκαμε κι η βάρκα γέρνει (μτφ.-προφ.): για να δηλωθεί πλήρης αδιαφορία για κάτι επουσιώδες., χέστηκε η φοράδα στ' αλώνι (μτφ.-προφ.): δηλωτικό περιφρόνησης, αδιαφορίας για κάτι ασήμαντο ή αναμενόμενο. ΣΥΝ. κάτι τρέχει στα γύφτικα, βρίζω/χέζω (κάποιον) πατόκορφα βλ. πατόκορφα, δεν μας γαμάς/χέζεις; βλ. γαμώ, έκανε (και) η μύγα κώλο και/κι έχεσε τον κόσμο όλο βλ. κώλος, έχει λερωμένη/χεσμένη τη φωλιά του βλ. φωλιά, κάτσε/χέζε ψηλά κι αγνάντευε βλ. αγναντεύω, τρεχάτε/βαστάτε ποδαράκια μου (να μη σας χέσει ο κώλος μου) βλ. πόδι [< αρχ. χέζω]

χοντρός

χοντρός, ή, ό χο-ντρός επίθ. {χοντρ-ότερος (λόγ.) -ύτερος} & (λόγ.) χονδρός 1. που το βάρος και κατ' επέκτ. ο όγκος του είναι μεγαλύτερο(ς) από το κανονικό, εξαιτίας μεγάλης συσσώρευσης λίπους στο σώμα του: ~ό: παιδί. Κοντός και ~ (= κοντόχοντρος). ~ σαν βαρέλι/βουβάλι. Βλ. εύσωμος, κοιλαράς, σωματώδης.|| Δέκα κιλά ~ότερος.|| (κατ' επέκτ.) ~ός: λαιμός. ~ή: μύτη. ~ό: κεφάλι. ~ά: μάγουλα/πόδια/χαρακτηριστικά/χείλη (= σαρκώδη). ΑΝΤ. λεπτοκαμωμένος, όμορφος.|| ~ές: αγελάδες/χήνες (: καλοθρεμμένες). ΣΥΝ. παχύς (1), παχύσαρκος, υπέρβαρος ΑΝΤ. αδύνατος (1), λεπτός (1), λιγνός 2. που έχει πάχος, όγκο και βάρος μεγαλύτερο από το συνηθισμένο: ~ός: κορμός. ~ή: βελόνα/κλωστή/φλούδα. ~ό: βιβλίο/καλώδιο/μακαρόνι/σχοινί/χαρτόνι. ~οί: πάσσαλοι/τόμοι. ~ές: σταγόνες/τρίχες. Πβ. μεγάλος, ογκώδης.|| ~ή: άμμος. ~ό: αλάτι/σιμιγδάλι. Πβ. χοντρο-αλεσμένος, -κοκκος, χονδρόκοκκος. ΑΝΤ. λεπτόκοκκος, ψιλός.|| (και κατ΄επέκτ. πιο ζεστός:) ~ή: μπλούζα. ~ό: παλτό/πάπλωμα/ύφασμα. ~ά: ρούχα (= βαριά· ΑΝΤ. ελαφριά).|| ~ός: μαρκαδόρος (βλ. έντονος). ~ή: γραμμή/μύτη (μολυβιού). ~ά: γράμματα. ΣΥΝ. παχύς (1) ΑΝΤ. λεπτός (1) 3. χαμηλός σε συχνότητα: ~ή: φωνή (ΣΥΝ. βαθιά, βαριά, μπάσα· ΑΝΤ. ψιλή, λεπτή). Βλ. βραχνός. 4. (μτφ.-προφ.) που έχει προσλάβει μεγάλες διαστάσεις, με αποτέλεσμα να εγκυμονεί αρνητικές συνέπειες ή να προκαλεί αντιδράσεις, επειδή εκλαμβάνεται ως προσβλητικός: ~ός: καβγάς (= άγριος). ~ή: εκμετάλλευση/ζημιά/παράλειψη. ~ό: δούλεμα/χουνέρι. Έπεσε ~ό ξύλο. Πβ. μεγάλος, σοβαρός.|| ~ό: καψόνι (= παρατραβηγμένο). ~οί: χαρακτηρισμοί (= οξείς, σκληροί). ~ές: βρισιές/κουβέντες. Άντε, μην πω τίποτα ~ό τώρα! Πβ. βαρύς, χονδροειδής, χοντροκομμένος. 5. (μτφ.-προφ.) που σχετίζεται με μεγάλα χρηματικά ποσά ή αποφέρει μεγάλα κέρδη: ~ός: μισθός (= παχυλός, υψηλός)/τζίρος/τζόγος. ~ή: αμοιβή/αποζημίωση/μίζα. ~ό: πορτοφόλι. Βλ. επικερδής, προσοδοφόρος.|| (σε χαρτοπαιξία) Παίζεται ~ό παιχνίδι. 6. (μτφ.-προφ.) που έχει εξουσία και μπορεί να ασκεί επιρροή: ~ό: βύσμα/μέσο (= γερό, μεγάλο). 7. (μτφ.-προφ.) που χαρακτηρίζεται από έλλειψη καλλιέργειας· κατ' επέκτ. ισχυρογνώμων: ~οί: τρόποι συμπεριφοράς (= άξεστοι). ΑΝΤ. λεπτός.|| Κάνει ό,τι του λέει το ~ό του το κεφάλι. Πβ. χοντροκεφάλα. ● Ουσ.: χοντρά (τα): (προφ.) χαρτονομίσματα υψηλής αξίας: Μη μου δίνεις ~! ΑΝΤ. ψιλά (1), χοντρή (η) (αργκό): χοντράδα, ανοησία., χοντρό (το) (προφ.): αφόδευση, κακά. Βλ. ψιλό. ● Υποκ.: χοντρούλης , α, ικο, χοντρουλός , ή, ό: Βλ. -ουλός., χοντρούτσικος , η, ο ● επίρρ.: χοντρά (προφ.) 1. για μεγάλα χρηματικά ποσά: Τα κονόμησε/παίρνει/έσκασε ~. Του τα τρώει ~. 2. χωρίς περιστροφές, με οξύ τρόπο και λόγια που συνήθ. εκλαμβάνονται ως προσβλητικά: Στην είπε ~ (= άσχημα). Τον κορόιδεψε ~. 3. πάρα πολύ, σε μεγάλο βαθμό ή οριακό σημείο: Την πάτησε ~. Μας δουλεύουν ~. ● ΣΥΜΠΛ.: χοντρά/τρελά λεφτά: πάρα πολλά χρήματα. ΣΥΝ. λεφτά με τη σέσουλα/με το τσουβάλι/με (την) ουρά, χοντρό πετσί (προφ.): αναισθησία: Πρέπει να έχεις/χρειάζεται ~ ~ για να ... Βλ. χοντρόπετσος., χοντρό λάδι βλ. λάδι ● ΦΡ.: χοντρά χοντρά: (προφ.) πάνω κάτω, περίπου, χονδρικά., τα παίρνω (στο κρανίο/στην κράνα/χοντρά) βλ. παίρνω [< μεσν. χοντρός < μτγν. χονδρός]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.