τριάκοντα τρι-ά-κο-ντα αριθμητ. απόλ. {άκλ.} (λόγ.): τριάντα: ~ έτη. ● ΣΥΜΠΛ.: Τριάκοντα Τύραννοι & Τριάκοντα (οι): ΑΡΧ. η ομάδα των τριάντα ολιγαρχικών που διακυβέρνησε με δεσποτικό τρόπο, περ. για έναν χρόνο, την Αθήνα μετά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο (404 π.Χ.)., τριάκοντα αργύρια βλ. αργύριο [< αρχ. τριάκοντα]
τριακοντα- & τριακοντ- & τριακονθ- (λόγ.): πρόθημα κυρ. επιθέτων και ουσιαστικών∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο αποτελείται από τριάντα μέρη ή είναι τριάντα φορές μεγαλύτερο ή περισσότερο, συγκρινόμενο με άλλο: τριακοντα-ετία. Τριακοντ-άκις. Τριακονθ-ήμερος.|| Tριακοντα-πλάσιος. Βλ. εκατοντα-. [< αρχ. τριακοντ(α)-]
-άκις (λόγ. ή αρχαιοπρ.): επίθημα παραγωγής επιρρημάτων που δηλώνει επανάληψη: δεκ~/εξ~/οσ~/πλειστ~/πολλ~ (: πολλές φορές).
αργύριο
αργύριο [ἀργύριο] αρ-γύ-ρι-ο ουσ. (ουδ.) {αργυρί-ου | -ων}: ΙΣΤ. αργυρό νόμισμα. ● ΣΥΜΠΛ.: τριάκοντα αργύρια & τα αργύρια της προδοσίας: η αμοιβή του Ιούδα, για να προδώσει τον Χριστό· γενικότ. το τίμημα μιας προδοσίας ή το αντίτιμο για ευτελή οφέλη και ανταλλάγματα: Τον "πούλησε" για ~ ~! [< αρχ. ἀργύριον]
εκατοντα- & εκατοντά- & εκατοντ-
εκατοντα- & εκατοντά- & εκατοντ-: πρόθημα κυρ. επιθέτων και ουσιαστικών∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο αποτελείται από εκατό μέρη ή είναι εκατό φορές μεγαλύτερο ή περισσότερο συγκρινόμενο με άλλο: εκατοντα-μελής. Εκατοντά-φυλλος. Εκατοντα-ετία.|| Εκατοντα-πλάσιος. Πβ. εκατο-.
-ετής
-ετής, ής, ές {-ετούς | -ετείς (ουδ. -ετή)} (λόγ.) επίθημα που δηλώνει 1. ορισμένη ηλικία ή διάρκεια ετών: δεκα~/εικοσα~/τριακοντα~/πεντηκοντα~/εκατοντα~. Ολιγο~/πολυ-ετής. Βλ. -χρονος. 2. (ουσιαστικοπ., μόνο σε αρσ. και θηλ.) φοιτητή που βρίσκεται σε συγκεκριμένο έτος σπουδών: πρωτο~/δευτερο~/τριτο~/τεταρτο~/πεμπτο~.
-ετία
-ετία: επίθημα θηλυκών ουσιαστικών∙ συνδυάζεται με απόλυτο αριθμητικό για τη δήλωση συγκεκριμένου αριθμού ετών ή σπανιότ. της επετείου για τη συμπλήρωσή τους: δι~/τετρα~/εξα~/επτα~/δεκα~/εικοσα~/εκατοντα~/χιλι~. Πβ. -ετηρίδα.|| Πολυ~. Βλ. -ετής.
-πλάσιος
-πλάσιος, α, ο: επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων με βάση απόλυτα αριθμητικά∙ δηλώνει πόσες φορές μεγαλώνει ή αυξάνεται το προσδιοριζόμενο, συγκρινόμενο με άλλο: τετρα~/πεντα~.|| Πολλα~.|| (ως ουδ. ουσ.) Το δι-/δεκα-πλάσιο.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.