Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 7 εγγραφές  [0-7]


  • τριάκοντα τρι-ά-κο-ντα αριθμητ. απόλ. {άκλ.} (λόγ.): τριάντα: ~ έτη. ● ΣΥΜΠΛ.: Τριάκοντα Τύραννοι & Τριάκοντα (οι): ΑΡΧ. η ομάδα των τριάντα ολιγαρχικών που διακυβέρνησε με δεσποτικό τρόπο, περ. για έναν χρόνο, την Αθήνα μετά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο (404 π.Χ.)., τριάκοντα αργύρια βλ. αργύριο [< αρχ. τριάκοντα]
  • τριακοντα- & τριακοντ- & τριακονθ- (λόγ.): πρόθημα κυρ. επιθέτων και ουσιαστικών∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο αποτελείται από τριάντα μέρη ή είναι τριάντα φορές μεγαλύτερο ή περισσότερο, συγκρινόμενο με άλλο: τριακοντα-ετία. Τριακοντ-άκις. Τριακονθ-ήμερος.|| Tριακοντα-πλάσιος. Βλ. εκατοντα-. [< αρχ. τριακοντ(α)-]
  • τριακονταετής , ής, ές βλ. -ετής, τριακοντα-
  • τριακονταετία βλ. -ετία, τριακοντα-
  • τριακοντάκις βλ. -άκις, τριακοντα-
  • τριακονταπενταετία βλ. -ετία
  • τριακονταπλάσιος , α, ο βλ. -πλάσιος, τριακοντα-

-άκις

-άκις (λόγ. ή αρχαιοπρ.): επίθημα παραγωγής επιρρημάτων που δηλώνει επανάληψη: δεκ~/εξ~/οσ~/πλειστ~/πολλ~ (: πολλές φορές).

αργύριο

αργύριο [ἀργύριο] αρ-γύ-ρι-ο ουσ. (ουδ.) {αργυρί-ου | -ων}: ΙΣΤ. αργυρό νόμισμα. ● ΣΥΜΠΛ.: τριάκοντα αργύρια & τα αργύρια της προδοσίας: η αμοιβή του Ιούδα, για να προδώσει τον Χριστό· γενικότ. το τίμημα μιας προδοσίας ή το αντίτιμο για ευτελή οφέλη και ανταλλάγματα: Τον "πούλησε" για ~ ~! [< αρχ. ἀργύριον]

εκατοντα- & εκατοντά- & εκατοντ-

εκατοντα- & εκατοντά- & εκατοντ-: πρόθημα κυρ. επιθέτων και ουσιαστικών∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο αποτελείται από εκατό μέρη ή είναι εκατό φορές μεγαλύτερο ή περισσότερο συγκρινόμενο με άλλο: εκατοντα-μελής. Εκατοντά-φυλλος. Εκατοντα-ετία.|| Εκατοντα-πλάσιος. Πβ. εκατο-.

-ετής

-ετής, ής, ές {-ετούς | -ετείς (ουδ. -ετή)} (λόγ.) επίθημα που δηλώνει 1. ορισμένη ηλικία ή διάρκεια ετών: δεκα~/εικοσα~/τριακοντα~/πεντηκοντα~/εκατοντα~. Ολιγο~/πολυ-ετής. Βλ. -χρονος. 2. (ουσιαστικοπ., μόνο σε αρσ. και θηλ.) φοιτητή που βρίσκεται σε συγκεκριμένο έτος σπουδών: πρωτο~/δευτερο~/τριτο~/τεταρτο~/πεμπτο~.

-ετία

-ετία: επίθημα θηλυκών ουσιαστικών∙ συνδυάζεται με απόλυτο αριθμητικό για τη δήλωση συγκεκριμένου αριθμού ετών ή σπανιότ. της επετείου για τη συμπλήρωσή τους: δι~/τετρα~/εξα~/επτα~/δεκα~/εικοσα~/εκατοντα~/χιλι~. Πβ. -ετηρίδα.|| Πολυ~. Βλ. -ετής.

-πλάσιος

-πλάσιος, α, ο: επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων με βάση απόλυτα αριθμητικά∙ δηλώνει πόσες φορές μεγαλώνει ή αυξάνεται το προσδιοριζόμενο, συγκρινόμενο με άλλο: τετρα~/πεντα~.|| Πολλα~.|| (ως ουδ. ουσ.) Το δι-/δεκα-πλάσιο.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.