τρικυμία τρι-κυ-μί-α ουσ. (θηλ.) 1. φουρτούνα: άγρια/σφοδρή ~ στο πέλαγος. Το πλοίο έπεσε σε ~. Το καράβι προσορμίστηκε λόγω ~ας. Πβ. θαλασσοταραχή, τρικύμισμα. ΑΝΤ. γαλήνη (2), κάλμα, μπουνάτσα (1) 2. (μτφ.) περιπετειώδης κατάσταση ή ψυχική αναστάτωση: κυβερνητική ~. Έρχονται μεγάλες ~ες στην οικονομία. Παραμένει αισιόδοξος εν μέσω ~ας. Πέρασαν αρκετές ~ες (: περιπέτειες, ταλαιπωρίες) φέτος. Πβ. αντιξοότητα, δυσκολία, πρόβλημα.|| ~ στην καρδιά/στο μυαλό/στην ψυχή (πβ. αναταραχή, ταραχή). ● ΦΡ.: τρικυμία εν κρανίω (λόγ.) & τρικυμία στο κρανίο: (συνήθ. ειρων.) σύγχυση του νου, πανικός: ~ ~ επικρατεί στο κόμμα. [< γαλλ. une tempête sous un crâne] , τρικυμία εν ποτηρίω (λόγ.) & τρικυμία στο ποτήρι: για να δηλωθεί αδικαιολόγητη αναταραχή. ΣΥΝ. πολύ κακό για το τίποτα [< 1: αρχ. τρικυμία ‘τρίτο κύμα, τεράστιο’]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.