Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • τρικυμία τρι-κυ-μί-α ουσ. (θηλ.) 1. φουρτούνα: άγρια/σφοδρή ~ στο πέλαγος. Το πλοίο έπεσε σε ~. Το καράβι προσορμίστηκε λόγω ~ας. Πβ. θαλασσοταραχή, τρικύμισμα. ΑΝΤ. γαλήνη (2), κάλμα, μπουνάτσα (1) 2. (μτφ.) περιπετειώδης κατάσταση ή ψυχική αναστάτωση: κυβερνητική ~. Έρχονται μεγάλες ~ες στην οικονομία. Παραμένει αισιόδοξος εν μέσω ~ας. Πέρασαν αρκετές ~ες (: περιπέτειες, ταλαιπωρίες) φέτος. Πβ. αντιξοότητα, δυσκολία, πρόβλημα.|| ~ στην καρδιά/στο μυαλό/στην ψυχή (πβ. αναταραχή, ταραχή). ● ΦΡ.: τρικυμία εν κρανίω (λόγ.) & τρικυμία στο κρανίο: (συνήθ. ειρων.) σύγχυση του νου, πανικός: ~ ~ επικρατεί στο κόμμα. [< γαλλ. une tempête sous un crâne] , τρικυμία εν ποτηρίω (λόγ.) & τρικυμία στο ποτήρι: για να δηλωθεί αδικαιολόγητη αναταραχή. ΣΥΝ. πολύ κακό για το τίποτα [< 1: αρχ. τρικυμία ‘τρίτο κύμα, τεράστιο’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.