τριπλούν [τριπλοῦν] τρι-πλούν ουσ. (ουδ.) {άκλ.} (λόγ.): μόνο στα ● ΣΥΜΠΛ.: (άλμα εις) τριπλούν: ΑΘΛ. ολυμπιακό αγώνισμα στίβου κατά το οποίο ο αθλητής παίρνει φόρα, εκτελεί τρία συνεχόμενα άλματα και προσγειώνεται σε σκάμμα, καλύπτοντας όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απόσταση από τη βαλβίδα. Βλ. (άλμα εις) μήκος. [< αγγλ. triple jump, 1964, γαλλ. triple saut] ● ΦΡ.: εις τριπλούν (λόγ.): τρεις φορές: Κατέθεσε την αίτηση ~ ~ (: σε τρία αντίτυπα). [< μτγν. τριπλοῦν]
-ίστας{θηλ. -ίστρια κ. -ίστα} επίθημα αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνουν πρόσωπο και ειδικότ. 1. μουσικό: ακορντεον~/βιολ~/κιθαρ~/μπασ~/σαξοφων~. Πιαν~ κ. (θηλ.) πιαν-ίστρια/-ίστα.2. άτομο με συγκεκριμένη ιδιότητα ή χαρακτηριστικό: νομπελ~. Τουρ~/χιουμορ~/χομπ~.|| (μειωτ.) Δημοσιοσχετ~/καριερ~/λομπ~.3. επαγγελματία ή ερασιτέχνη: βολεϊμπολ~/γραφ~/πολ~. Κεραμ~ κ. (θηλ.) κεραμ-ίστρια.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.