Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • τρισάγιος , ος/α, ο τρι-σά-γι-ος επίθ. ΕΚΚΛΗΣ. 1. αγιότατος: ~ος: Θεός. 2. που περιέχει τρεις φορές τη λέξη "Άγιος": ~ος: ύμνος. ● Ουσ.: τρισάγιο (το): σύντομη επιμνημόσυνη δέηση: ασματικό/νεκρώσιμο ~. Τέλεση ~ου. Ψάλλεται ~ για την ανάπαυση της ψυχής του ... Ο ιερέας έκανε ~. [< μεσν. τρισάγιον] [< μτγν. τρισάγιος ‘τρεις φορές άγιος’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.