Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • τρισχιδής , ής, ές τρι-σχι-δής επίθ. {τρισχιδ-ούς | -είς (ουδ. -ή)} (επιστ.): που είναι χωρισμένος σε τρία μέρη: (ΒΟΤ.) ~ή: φύλλα.|| (ΑΣΤΡΟΝ.) ~ές: νεφέλωμα. Πβ. τριπλός. [< μτγν. τρισχιδής]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.