Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • τριτο- & τριτό- & τριτ- : το τακτικό αριθμητικό τρίτος ως α' συνθετικό κυρ. ουσιαστικών και επιθέτων: τριτ-αγωνιστής.|| Τριτο-βάθμιος/~ετής.|| Τριτό-κλιτος. Βλ. πρωτο-, δευτερο-.

πρωτο- & πρωτό- & πρωτ-/πρωθ-

πρωτο- & πρωτό- & πρωτ-/πρωθ- α' συνθετικό λέξεων για δήλωση 1. γεγονότος που συμβαίνει για πρώτη φορά: (κυρ. για ρ. σε παρελθοντικό χρόνο) πρωτο-δημοσιεύτηκε/~είδα. Τον είχα ~συναντήσει.|| Πρωτο-διόριστος (πβ. νεο-). 2. προτεραιότητας σε σειρά, ιεραρχία, σημασία: πρωτό-γραμμα.|| Πρωτο-βάθμιος.|| Πρωθ-υπουργικός.|| (μτφ.) Πρωτ-εργάτης. 3. της πρώτης περιόδου, της πρώιμης φάσης ενός πολιτισμού: Πρωτο-κυκλαδικός/~μινωικός (βλ. μεσο-, προ-)/~βυζαντινός (βλ. μετα-). 4. ΒΙΟΛ. ατελούς οργανισμού: πρωτό-ζωα.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.