Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • τριφωσφορικός , ή, ό τρι-φω-σφο-ρι-κός επίθ.: ΒΙΟΧ. που εμπεριέχει τρεις φωσφορικές ομάδες: ~ή: ινοσιτόλη. ~ό: νάτριο/νουκλεοτίδιο/οξύ. ~ά: άλατα. Βλ. διφωσφορικός. ● ΣΥΜΠΛ.: τριφωσφορική αδενοσίνη: νουκλεοσίδιο (σύμβ. C10H16N5O13P3)που τροφοδοτεί με ενέργεια τις κυτταρικές διεργασίες μέσω της ενζυμικής υδρόλυσης. [< αγγλ. adenosine triphosphate, 1932, ATP, 1939, γαλλ. adénosin triphosphate, 1939] [< αγγλ. triphosphoric, γαλλ. triphosphorique]

διφωσφορικός

διφωσφορικός, ή, ό δι-φω-σφο-ρι-κός επίθ.: ΒΙΟΧ. που έχει δύο φωσφορικές ομάδες: ~ή: αδενοσίνη/φρουκτόζη. ~ό: οξύ. Βλ. τριφωσφορικός. [< αγγλ. diphosphate, γαλλ. ~, 1963]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.