Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • τριχοτόμηση τρι-χο-τό-μη-ση ουσ. (θηλ.) & τριχοτομία: χωρισμός συνόλου σε τρία ίσα ή ισοδύναμα τμήματα: (ΓΕΩΜ.) ~ γωνίας.|| (μτφ.) ~ του εκλογικού σώματος. Βλ. διχοτόμηση.

διχοτόμηση

διχοτόμηση δι-χο-τό-μη-ση ουσ. (θηλ.) (επιστ.): χωρισμός σε δύο ίσα τμήματα, διάσπαση σε δύο μέρη: (ΓΕΩΜ.) ~ της γωνίας.|| (ΒΙΟΛ.) ~ του κυττάρου (= μίτωση).|| (ΠΟΛΙΤ.) ~ κράτους. Ντε φάκτο/ντε γιούρε ~. Πβ. διαίρεση, διχοτομία. [< μτγν. διχοτόμησις]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.