τριχόπτωση τρι-χό-πτω-ση ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. πτώση των μαλλιών του ανθρώπου ή του τριχώματος ζώων: ανδρική/γυναικεία/εποχική (: δύο φορές τον χρόνο)/παθολογική/φυσιολογική ~. Τονωτικές αμπούλες/φάρμακα για την ~. Σαμπουάν κατά της ~ης. Προϊόν που καταπολεμά την/προκαλεί ~. Βλ. αλωπεκία, φαλάκρα.|| ~ σε σκύλους. Βλ. -πτωση. [< γαλλ. chute des cheveux]
αλωπεκία
αλωπεκία [ἀλωπεκία] α-λω-πε-κί-α ουσ. (θηλ.) & αλωπεκίαση: ΙΑΤΡ. παντελής έλλειψη ή αραίωση των τριχών της κεφαλής ή και του σώματος λόγω πτώσης τους και σπάν. λόγω αγενεσίας: ανδρογενετική ή ανδρογενής (πβ. φαλάκρα)/διάχυτη (: απώλεια τριχών από ολόκληρο το τριχωτό της κεφαλής)/(καθ)ολική ~. Βλ. τριχόπτωση. ΣΥΝ. κασίδα (1) ● ΣΥΜΠΛ.: γυροειδής αλωπεκία βλ. γυροειδής [< μτγν. ἀλωπεκία, γαλλ. alopécie, αγγλ. alopecia]
-πτωση
-πτωση: το ουσιαστικό πτώση ως β' συνθετικό: πρόσ~.|| Bροχό~/υδατό~/χιονό~.|| Βλεφαρό~/τριχό~.|| (αφηρ., συνήθ. με πρόθ.) Έκ~/επί~/κατά~/σύμ~.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.