Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • τριχόπτωση τρι-χό-πτω-ση ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. πτώση των μαλλιών του ανθρώπου ή του τριχώματος ζώων: ανδρική/γυναικεία/εποχική (: δύο φορές τον χρόνο)/παθολογική/φυσιολογική ~. Τονωτικές αμπούλες/φάρμακα για την ~. Σαμπουάν κατά της ~ης. Προϊόν που καταπολεμά την/προκαλεί ~. Βλ. αλωπεκία, φαλάκρα.|| ~ σε σκύλους. Βλ. -πτωση. [< γαλλ. chute des cheveux]

αλωπεκία

αλωπεκία [ἀλωπεκία] α-λω-πε-κί-α ουσ. (θηλ.) & αλωπεκίαση: ΙΑΤΡ. παντελής έλλειψη ή αραίωση των τριχών της κεφαλής ή και του σώματος λόγω πτώσης τους και σπάν. λόγω αγενεσίας: ανδρογενετική ή ανδρογενής (πβ. φαλάκρα)/διάχυτη (: απώλεια τριχών από ολόκληρο το τριχωτό της κεφαλής)/(καθ)ολική ~. Βλ. τριχόπτωση. ΣΥΝ. κασίδα (1) ● ΣΥΜΠΛ.: γυροειδής αλωπεκία βλ. γυροειδής [< μτγν. ἀλωπεκία, γαλλ. alopécie, αγγλ. alopecia]

-πτωση

-πτωση: το ουσιαστικό πτώση ως β' συνθετικό: πρόσ~.|| Bροχό~/υδατό~/χιονό~.|| Βλεφαρό~/τριχό~.|| (αφηρ., συνήθ. με πρόθ.) Έκ~/επί~/κατά~/σύμ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.