τρομάζω τρο-μά-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {τρόμα-ξα, τρομά-ξει, -γμένος, τρομάζ-οντας} 1. προκαλώ ή αισθάνομαι έντονο φόβο: Τον ~ει το άγνωστο/η μοναξιά. Η έκρηξη μάς ~ξε πολύ. Με ~ει η διαπίστωση/το ενδεχόμενο/η προοπτική ότι ... Πβ. αγριεύω, (εκ)φοβίζω.|| Δεν ~ει εύκολα. ~ξε από τον δυνατό κεραυνό. ~ στην ιδέα/στη σκέψη ότι ... Πβ. αγριεύομαι, σκιάζω, φοβάμαι, φρικάρω. Βλ. κατα~, ψιλο~.2. προξενώ ή νιώθω ζωηρή ανησυχία: ~ει τη χώρα η αύξηση της ανεργίας. Δεν την ~ει (: αποθαρρύνει) η πολλή δουλειά.|| ~ξε, όταν τον είδε. Πβ. ξαφνιάζω.3. (προφ.-επιτατ.) (+ να) δυσκολεύομαι: ~ξε να βρει δουλειά. ~ξαμε να τον/την γνωρίσουμε/ξεφορτωθούμε/ξυπνήσουμε/πείσουμε. ● Μτχ.: τρομαγμένος , η, ο:~η: φωνή. ~ο: βλέμμα/ζώο/παιδί. Ξύπνησε/πετάχτηκε/φώναξε ~. Οι άνθρωποι έτρεχαν ~οι. Πβ. αγριεμένος. [< μεσν. τρομάζω]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.