Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • τρομάζω τρο-μά-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {τρόμα-ξα, τρομά-ξει, -γμένος, τρομάζ-οντας} 1. προκαλώ ή αισθάνομαι έντονο φόβο: Τον ~ει το άγνωστο/η μοναξιά. Η έκρηξη μάς ~ξε πολύ. Με ~ει η διαπίστωση/το ενδεχόμενο/η προοπτική ότι ... Πβ. αγριεύω, (εκ)φοβίζω.|| Δεν ~ει εύκολα. ~ξε από τον δυνατό κεραυνό. ~ στην ιδέα/στη σκέψη ότι ... Πβ. αγριεύομαι, σκιάζω, φοβάμαι, φρικάρω. Βλ. κατα~, ψιλο~. 2. προξενώ ή νιώθω ζωηρή ανησυχία: ~ει τη χώρα η αύξηση της ανεργίας. Δεν την ~ει (: αποθαρρύνει) η πολλή δουλειά.|| ~ξε, όταν τον είδε. Πβ. ξαφνιάζω. 3. (προφ.-επιτατ.) (+ να) δυσκολεύομαι: ~ξε να βρει δουλειά. ~ξαμε να τον/την γνωρίσουμε/ξεφορτωθούμε/ξυπνήσουμε/πείσουμε. ● Μτχ.: τρομαγμένος , η, ο: ~η: φωνή. ~ο: βλέμμα/ζώο/παιδί. Ξύπνησε/πετάχτηκε/φώναξε ~. Οι άνθρωποι έτρεχαν ~οι. Πβ. αγριεμένος. [< μεσν. τρομάζω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.