Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • τρομάρα τρο-μά-ρα ουσ. (θηλ.) (προφ.): φόβος, λαχτάρα: Πήρε μια ~ μόλις τον είδε/το έμαθε! Έμεινε άφωνος από την ~ του. Μ' έπιασε ~! ● ΦΡ.: μια χαρά και δυο τρομάρες (ειρων.): για αρνητική, άσχημη κατάσταση: Είμαι/όλα πάνε ~ ~. Πβ. άστα (να πάνε), μην τα ρωτάς, χάλια., τρομάρα του & τρομάρα να του 'ρθει (ειρων.): για να σχολιαστεί δηκτικά η συμπεριφορά κάποιου: Κάνει και τον συγγραφέα, ~ ~! Τι την ήθελα τη δίαιτα, ~ μου! Παραπονιέσαι κιόλας, ~ σου/να σου 'ρθει! [< μεσν. τρομάρα]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.