Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • τροπικός , ή, ό τρο-πι-κός επίθ. 1. ΓΕΩΓΡ. που σχετίζεται με τη διακεκαυμένη ζώνη ή έχει παρόμοια χαρακτηριστικά με αυτή: ~ός: ιός/κυκλώνας/παράδεισος. ~ή: ζούγκλα/ιατρική (: για τις νόσους που εκδηλώνονται στις ~ές περιοχές)/καταιγίδα/πανίδα/φύση. ~ό: κλίμα (: πολύ θερμό και με υγρασία)/νησί. ~ές: ασθένειες/βροχές/θάλασσες/χώρες. ~ά: λουλούδια/φρούτα (π.χ. ανανάς, γκουάβα, μάνγκο, μπανάνα)/φυτά/ψάρια.|| ~ός: κήπος. ~ή: βλάστηση (: πυκνή)/ζέστη (: πολύ μεγάλη)/παραλία. Πβ. εξωτικός. Βλ. υπο~. 2. ΓΛΩΣΣ. που δηλώνει τρόπο, απαντά στην ερώτηση "πώς;" ή αναφέρεται στην τροπικότητα: ~ή: μετοχή (λ.χ. παίζοντας). ~ό: επίρρημα (π.χ. γρήγορα).|| ~ές: εκφράσεις (όπως: κατά τη γνώμη μου). 3. ΜΟΥΣ. που σχετίζεται με τον μουσικό τρόπο ή την τροπική μουσική: ~ή: ανάλυση (συνθέσεων)/αντίστιξη. ~ό: σύστημα (βλ. τονικό). ~ές: κλίμακες. 4. ΑΣΤΡΟΝ. που αναφέρεται στις τροπές του ήλιου. ● Ουσ.: τροπικοί (οι): ΓΕΩΓΡ. η διακεκαυμένη/τροπική ζώνη. ● ΣΥΜΠΛ.: τροπική μουσική: ΜΟΥΣ. που βασίζεται στη μελωδία και στον ρυθμό και όχι στην αρμονία: η ~ ~ της Ανατολής., τροπικό ρήμα: ΓΛΩΣΣ. που εκφράζει τη στάση του ομιλητή σε όσα λέει (κυρ. τα "μπορεί" και "πρέπει"). [< αγγλ. modal (verb), 1959] , τροπικός (κύκλος): ΓΕΩΔ. ο Τροπικός του Αιγόκερω ή ο Τροπικός του Καρκίνου., Τροπικός του Αιγόκερω & (σπάν.) Νότιος Τροπικός: ΓΕΩΔ. νοητός παράλληλος της Γης που βρίσκεται νότια από τον ισημερινό και σε απόσταση 23° 27' από αυτόν: Κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο ο ήλιος βρίσκεται στον ~ό ~. [< γαλλ. Tropique du Capricorne] , Τροπικός του Καρκίνου & (σπάν.) Βόρειος Τροπικός: ΓΕΩΔ. νοητός παράλληλος της Γης που βρίσκεται βόρεια από τον ισημερινό και σε απόσταση 23° 27' από αυτόν: Κατά το θερινό ηλιοστάσιο ο ήλιος βρίσκεται στον ~ό ~. [< γαλλ. Tropique du Cancer] , διακεκαυμένη/τροπική ζώνη βλ. διακεκαυμένος, ηλιακό/τροπικό έτος βλ. έτος, τροπική μόρωση βλ. μόρωση, τροπικό δάσος βλ. δάσος [< 1,4: αρχ. τροπικός, γαλλ. tropique, tropical, αγγλ. tropic(al) 2: αγγλ. modal]

δάσος

δάσος δά-σος ουσ. (ουδ.) {δάσ-ους | -η, -ών} 1. εκτεταμένη περιοχή που καλύπτεται κυρ. από άγρια δέντρα· συνεκδ. το σύνολο αυτών των δέντρων: αιωνόβιο/απολιθωμένο/μαύρο/ορεινό/περιαστικό/τεχνητό/φυσικό ~. Καμένα ~η. ~ από έλατα/κυπαρίσσια/βελανιδιές/πεύκα (βλ. ελατό-, κυπαρισσό-δασος, δρυο-, πευκο-δάσος). Φρούτα του ~ους (βλ. αγριοφράουλα, βατόμουρο, μύρτιλλο, φραγκοστάφυλο, φραμπουάζ). Η πανίδα/χλωρίδα του ~ους. Αποψίλωση του ~ους. Διαδρομές/περίπατος στο ~. ~η κωνοφόρων/φυλλοβόλων. Διαχείριση ~ών (βλ. δασο-κομία, -πονία). Πβ. δασικό οικοσύστημα, δρυμός. Βλ. άλσος, πάρκο. Βλ. -δασος.|| ~η της θάλασσας (πβ. ποσειδωνία). 2. (κατ' επέκτ.) έκταση με καλλιεργούμενα, πυκνοφυτεμένα δέντρα ή γενικότ. πυκνή βλάστηση: ~ από ελιές/φοίνικες. Βλ. -ώνας. 3. (μτφ.) πλήθος από κατακόρυφα αντικείμενα σε πυκνή διάταξη: ~ από κεραίες/πολυκατοικίες. ● Υποκ.: δασάκι (το): ΣΥΝ. δασύλλιο ● ΣΥΜΠΛ.: αμιγές δάσος: που αποτελείται από ένα είδος δέντρου: ~ ~ καστανιάς., μικτό δάσος: που περιλαμβάνει διαφορετικά είδη δέντρων: ~ ~ οξιάς και μαύρης πεύκης., παρθένο δάσος: που δημιουργείται, αναπτύσσεται και αναγεννιέται χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση., τροπικό δάσος: ΒΙΟΓΕΩΓΡ. που αναπτύσσεται στην τροπική ζώνη: τα ~ά ~η του Αμαζονίου/της Αφρικής. Αρκτικά, εύκρατα και ~ά ~η. Βλ. διάπλαση, σαβάνα, στέπα, τάιγκα, τούνδρα., αισθητικό δάσος βλ. αισθητικός, δάσος βροχής βλ. βροχή ● ΦΡ.: βλέπει το δέντρο και χάνει το δάσος βλ. δέντρο [< αρχ. δάσος, γαλλ. forêt, αγγλ. forest]

διακεκαυμένος

διακεκαυμένος, η, ο δι-α-κε-καυ-μέ-νος επίθ.: ΓΕΩΓΡ. κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: διακεκαυμένη/τροπική ζώνη: τμήμα της Γης που βρίσκεται ανάμεσα στον τροπικό του Καρκίνου και τον τροπικό του Αιγόκερω και εκτείνεται βόρεια και νότια του Ισημερινού. [< μτγν. διακεκαυμένη ζώνη, γαλλ. zone torride/tropicale]

έτος

έτος [ἔτος] έ-τος ουσ. (ουδ.) {έτ-ους | -η, -ών} 1. χρονικό διάστημα τριακοσίων εξήντα πέντε ημερών (ή τριακοσίων εξήντα έξι για δίσεκτο έτος), που συνήθ. αρχίζει (συμβατικά) την πρώτη Ιανουαρίου και τελειώνει την τριακοστή πρώτη Δεκεμβρίου και χωρίζεται σε δώδεκα μήνες (το ημερολογιακό έτος) ή μπορεί να αρχίζει σε οποιαδήποτε άλλη ημερομηνία· μία συγκεκριμένη από αυτές τις περιόδους, συνήθ. στη χρονολογική της σειρά: επετειακό/επόμενο/μεταβατικό/παρελθόν/περασμένο/πλήρες/τρέχον ~. Στην αρχή/με την πάροδο/στο τέλος του ~ους. Η πρώτη μέρα (πβ. πρωτοχρονιά)/οι εποχές του ~ους. Απαιτούμενη προϋπηρεσία: ένα ως δύο ~η. Δάνειο διαρκείας με σταθερό επιτόκιο για τρία ~η. Κατά τα προηγούμενα ~η. Επί δύο συναπτά ~η. Ύστερα από προσπάθειες πολλών ~ών ... Εγγύηση δύο ~ών. Ποινή κάθειρξης είκοσι ~ών. Προ ~ών (: πριν από πολλά ~η). Από (πολλών) ~ών (: εδώ και πολλά ~η). Εξόφληση χρέους εντός τριών ~ών.|| (ειδικότ. για την ηλικία) Συμπλήρωση του πεντηκοστού ~ους της ηλικίας. Έγινε ογδόντα/πέθανε σε ηλικία ενενήντα ~ών. Γυναίκες άνω/κάτω των σαράντα ~ών. Πόσων ~ών (= χρονών) είστε;|| Ουίσκι δώδεκα ~ών.|| (ευχετ.) Καλά Χριστούγεννα και ευτυχισμένο το νέο ~. ~ αποφοιτήσεως/γεννήσεως/έκδοσης (πβ. χρονολογία).|| (σε άλλο σύστημα χρονολόγησης:) Το ~ του Φιδιού (στο κινέζικο ημερολόγιο). Ένα ~ Εγίρας (στο ισλαμικό ημερολόγιο που αντιστοιχεί στο 622 μ.Χ.). Το ~ 7107 από κτίσεως κόσμου (δηλ. 1599 μ.Χ.). Το ~ μιας Ολυμπιάδας. ΣΥΝ. χρονιά (1), χρόνος (6) 2. (ειδικότ.) χρονικό διάστημα, μικρότερο συνήθ. από ένα έτος, κατά το οποίο λειτουργεί ένα ίδρυμα, ινστιτούτο· συνεκδ. σύνολο προσώπων που φοιτούν μαζί σε σχολείο, πανεπιστήμιο: ακαδημαϊκό-πανεπιστημιακό ~. Παράταση διδακτικού ~ους. Μαθήματα πρώτου ~ους (σπουδών). Διαγωνίσματα/εκπαιδευτική εκδρομή/εξετάσεις/υποτροφίες ~ους ... Φοιτητές δευτέρου ~ους/μεγαλύτερων ~ών/του ~ους μου. Δεν ήταν στο δικό μου ~ (= δεν ήμασταν συμφοιτητές). Βλ. ανθρωπο~, γενιά. 3. ΑΣΤΡΟΝ. το απαιτούμενο χρονικό διάστημα για μια πλήρη περιφορά της Γης γύρω από τον Ήλιο, το ηλιακό, τροπικό έτος· κατ' επέκτ. ο χρόνος περιφοράς ενός πλανήτη ή δορυφόρου γύρω από τον Ήλιο ή άλλο πλανήτη, αντίστοιχα: το ~ του Άρη/της Σελήνης. ● ΣΥΜΠΛ.: εκκλησιαστικό έτος: που αρχίζει την πρώτη Σεπτεμβρίου και τελειώνει την τριακοστή πρώτη Αυγούστου. ΣΥΝ. ίνδικτος (1), έτος φωτός 1. ΑΣΤΡΟΝ. {κυρ. στον πληθ.} μονάδα μήκους (διεθνές σύμβ. ly) που ισούται με την απόσταση που διανύει το φως στο κενό σε ένα έτος: Γαλαξίας που απέχει ... εκατομμύρια ~η ~ από τη Γη. 2. {μόνο στον πληθ.} (μτφ.) για να δηλωθεί εμφατικά πολύ μεγάλη (ποιοτική) διαφορά μεταξύ δύο ή περισσοτέρων συγκρινόμενων πραγμάτων, προσώπων: Η θεωρία απέχει συχνά ~η ~ από την πράξη. Βρισκόμαστε ~η ~ (μακριά) από τις συνήθειες των παππούδων μας. [< αγγλ. light year, 1925] , Ευρωπαϊκό/Διεθνές/Παγκόσμιο Έτος: χρονικό διάστημα συνήθ. ενός έτους, αφιερωμένο σε συγκεκριμένο θέμα, πρόσωπο, ιδέα, κατά τη διάρκεια του οποίου πραγματοποιούνται σχετικές εκδηλώσεις σε ευρωπαϊκό, διεθνές ή παγκόσμιο επίπεδο., ηλιακό/τροπικό έτος: ΑΣΤΡΟΝ. το χρονικό διάστημα μεταξύ δύο διαδοχικών εαρινών ή φθινοπωρινών ισημεριών που ισοδυναμεί με 365 μέρες, 5 ώρες, 48 λεπτά και 45.51 δευτερόλεπτα: ημερολόγιο βασισμένο στο ~ ~. Μέσο τροπικό ~ (365, 2421988 ... μέρες). Βλ. γρηγοριανό/νέο, ιουλιανό/παλαιό ημερολόγιο, ηλιακός χρόνος. [< γαλλ. année solaire/tropique] , ημερολογιακό έτος & πολιτικό έτος: από την 1η Ιανουαρίου ως την 31η Δεκεμβρίου. [< αγγλ. calendar year] , οικονομικό έτος: ΟΙΚΟΝ. λογιστική περίοδος δώδεκα μηνών: απολογισμός/έξοδα/έσοδα/ισολογισμός/κέρδη ~ού ~ους ... Φορολογικές δηλώσεις ~ού ~ους ... Εκκαθάριση λογαριασμών-~ά ~η ... [< αγγλ. financial year] , σεληνιακό έτος: με διάρκεια τριακοσίων πενήντα τεσσάρων ημερών., σχολικό έτος: το χρονικό διάστημα λειτουργίας των σχολείων, συμπεριλαμβανομένων των παραδόσεων και των εξετάσεων: Το ~ ~ διαρκεί από την πρώτη Σεπτεμβρίου έως την τριακοστή Ιουνίου. Πβ. χρονιά., αστρικό έτος βλ. αστρικός, κοσμικό/γαλαξιακό έτος βλ. κοσμικός, πλήρης ημερών βλ. ημέρα, το ενεστώς έτος βλ. ενεστώς, υδρολογικό έτος βλ. υδρολογικός ● ΦΡ.: αίσιο(ν) και ευτυχές το νέο(ν) έτος (λόγ.): (σε ευχετήριες κάρτες και επιστολές) στερεότυπη ευχή για το νέο έτος., ανά/κατ' έτος: (για, σε) κάθε έτος, ετησίως: δαπάνες/δημοσιεύσεις/ταξινόμηση ~ ~.|| (ως επίθ.) Βράβευση της κατ' έτος (= ετήσιας) σημαντικότερης ερευνητικής εργασίας στον χώρο της ..., εις πολλά έτη/έτη πολλά (λόγ.): ευχή για μακροζωία: ~ ~ με υγεία και χαρά! (ΕΚΚΛΗΣ.) ~ ~, ∆έσποτα! Πβ. χρόνια πολλά., εν έτει (λόγ.): το έτος: Έργο γραμμένο ~ ~ ... , επί σειρά(ν) ετών (λόγ.): για πολλά και διαδοχικά χρόνια: πρόεδρος/πρωταθλητής ~ ~.|| (ως επίθ.) Ο ~ ~ διευθυντής. , καθ' όλο(ν) το έτος (λόγ.): σε όλη τη διάρκεια του έτους: Το ξενοδοχείο λειτουργεί ~ ~., κατ' έτος (επίσ.): (για) κάθε χρονιά, ετησίως: αποδοχές ~ ~. Η κατώτατη τιμή ορίζεται ~ ~., (κατά) το σωτήριο(ν) έτος βλ. σωτήριος, προ/από αμνημονεύτων ετών/χρόνων βλ. αμνημόνευτος [< αρχ. ἔτος, γαλλ. année, αγγλ. year]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.