τροπικότητα τρο-πι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) 1. ΓΛΩΣΣ. σημασιολογική κατηγορία που αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο ο ομιλητής εκφράζει τη στάση του σε όσα λέει (όπως βεβαιότητα, επιθυμία, προτροπή, απαγόρευση, απειλή): δείκτες ~ας (: ας, θα, να). Βλ. -ότητα, πολυ~.2. ΜΟΥΣ. μουσική γραφή βασισμένη στο σύστημα των τρόπων. Βλ. τονικότητα. ● ΣΥΜΠΛ.: δεοντική τροπικότητα βλ. δεοντικός, επιστημική τροπικότητα βλ. επιστημικός [< αγγλ. modality, γαλλ. modalité]
δεοντικός
δεοντικός, ή, ό δε-ο-ντι-κός επίθ.: (σπάν.-απαιτ. λεξιλόγ.) που αναφέρεται σε ηθική υποχρέωση ή καθήκον. || (ΦΙΛΟΣ.) ~ή λογική ή λογική κανόνων (: σε έννοιες της ηθικής φιλοσοφίας). ● ΣΥΜΠΛ.: δεοντική τροπικότητα: ΓΛΩΣΣ. με την οποία ο ομιλητής εκφράζει την επιθυμία ή την αναγκαιότητα να συμβεί κάτι· δηλώνεται με προστακτική και κειμενικούς δείκτες: π.χ. Μη μιλάς! Βλ. επιστημική τροπικότητα. [< αγγλ. deontic, 1951, γαλλ. déontique, 1953]
επιστημικός
επιστημικός, ή, ό [ἐπιστημικός] ε-πι-στη-μι-κός επίθ.: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: επιστημική τροπικότητα: ΓΛΩΣΣ. γλωσσικά στοιχεία ή δομές με τις οποίες ο ομιλητής εκφράζει τον βαθμό βεβαιότητάς του γι’ αυτό που λέει: π.χ. Μάλλον είναι πολύ καλός στη δουλειά του. Βλ. δεοντική τροπικότητα. [< αγγλ. epistemic, 1922]
-ότητα
-ότητα(λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη).2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]
τονικότητα
τονικότητατο-νι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) 1. ΜΟΥΣ. η οργάνωση της μελωδίας ενός μουσικού κομματιού γύρω από ένα τονικό κέντρο: η ~ του τραγουδιού. Πρελούδια σε διαφορετική ~. Αλλαγή ~ας. Βλ. πολυ~. ΑΝΤ. ατονικότητα 2. (κατ' επέκτ.) ένταση ήχου, τόνος: υψηλή/χαµηλή ~. ~ της φωνής.3. κλίμακα χρωματικών τόνων: ~ σκιών. To μέγιστο της ~ας (: το εύρος από τους ανοικτούς ως τους σκούρους τόνους).4. ΦΥΣΙΟΛ. -ΙΑΤΡ. μυϊκός τόνος· κατ' επέκτ. ελαστικότητα, σφριγηλότητα μυϊκών ιστών: ~ τοιχωμάτων.|| Βελτίωση της ~ας του δέρματος. Βλ. δυστονία, υπο~.5. ΧΗΜ. η επίδραση που ασκεί ένα υγρό διάλυμα πάνω στον κυτταρικό όγκο. [< 1-3: γαλλ. tonalité 4: γαλλ. tonicité]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.