Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • τροποποιώ [τροποποιῶ] τρο-πο-ποι-ώ ρ. (μτβ.) {τροποποι-εί ..., -ώντας | τροποποί-ησα, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ούμενος, -ημένος}: ενεργώ ώστε να γίνουν μερικές, συνήθ. μικρές, αλλαγές: ~ησε τη δημοσίευση/την πρόταση/το σενάριο/το σχέδιο. ~ήθηκε το Σύνταγμα. ~ημένη: εικόνα. ~ημένο: άρθρο/σχέδιο. Πβ. αναθεωρώ, μεταβάλλω, μεταρρυθμίζω. Βλ. -ποιώ. ● ΣΥΜΠΛ.: γενετικά/γενετικώς τροποποιημένος: ΒΙΟΛ. το γενετικό υλικό του οποίου έχει μεταβληθεί με τεχνητό τρόπο, συνήθ. με την εισαγωγή γονιδίου που προέρχεται από άλλη ποικιλία ή είδος: ~ ~ ιός. ~ ~η: καλλιέργεια/ορμόνη/πατάτα/ποικιλία ρυζιού/σόγια. ~ ~ο: γρασίδι/DNA/καλαμπόκι. ~ ~οι: οργανισμοί (ακρ. ΓΤΟ). ~ ~α: βακτήρια/γονίδια/ζώα/κύτταρα/συστατικά (προϊόντων)/τρόφιμα/φυτά.|| (ως ουσ.) Κίνδυνοι από τα ~ ~α. ΣΥΝ. μεταλλαγμένος (1) [< αγγλ. genetically modified, 1960] [< γαλλ. modifier]

-ποιώ

-ποιώ (λόγ.) β' συνθετικό ρημάτων με τη σημασία του 1. κάνω κάτι: αξιο~ (βλ. -λογώ)/γνωστο~/ενοχο~/εντατικο~/ποινικο~.|| (με πρόθ.) Εκ~. 2. δίνω συγκεκριμένη μορφή: ψηφιο~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.