Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • τροχάδην τρο-χά-δην επίρρ. (λόγ.) 1. με τρέξιμο, τρέχοντας: Έρχεται/έφυγε ~. Βλ. -δην.|| (ως ουσ.) Ελαφρύ ~. Επί τόπου ~ (: για προθέρμανση). Κάνει ~. ΑΝΤ. βάδην, σημειωτόν 2. (μτφ.) πολύ γρήγορα και συνήθ. απρόσεκτα: Το θέμα πέρασε ~ στη συνέλευση. ● ΦΡ.: επί τροχάδην/επιτροχάδην (λόγ.): βιαστικά και συχνά χωρίς τη δέουσα προσοχή: Είμαι αναγκασμένος να αναφερθώ ~ ~ στα ζητήματα.|| (ως επίθ.) ~ ~ ανάγνωση. [< μτγν. τροχάδην]

-δην

-δην (λόγ.): επίθημα επιρρημάτων που δηλώνουν τρόπο: άρ~/διαρρή~/καταλογά~/συλλήβ~/συστά~/τροχά~. Βλ. -ηδόν. ΔΗΝ

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.