Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • τροχιόδρομος τρο-χι-ό-δρο-μος ουσ. (αρσ.) (επίσ.-παλαιότ.): τραμ: ~ επί του οδοστρώματος. Βλ. -δρομος. [< γαλλ. tramway, 1860]

-δρομος

-δρομος {-δρομου (λόγ.) -δρόμου | -δρομων (λόγ.) -δρόμων, -δρομους (λόγ.) -δρόμους}: β' συνθετικό αρσενικών ουσιαστικών με αναφορά σε δρόμο: αυτοκινητό~/λεωφορειό~/μονό~/πεζό~/ποδηλατό~. Σιδηρό~/τροχιό~.|| Aσφαλτό~/καρό~/χωματό~.|| Ταινιό~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.