Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • τροχοπέδιλο τρο-χο-πέ-δι-λο ουσ. (ουδ.) {συνήθ. στον πληθ.} (λόγ.) 1. είδος πατινιού που μοιάζει με μικρή μπότα, διαθέτει μια σειρά από τέσσερις ή πέντε τροχούς και χρησιμοποιείται σε δρόμους ή ειδικές πίστες: πατινάζ/χόκεϊ με ~α. Βλ. παγοπέδιλο. ΣΥΝ. ρόλερ (1) 2. ειδικό εξάρτημα σε σχήμα τροχού που τοποθετείται στη βάση φορτίων για τη μεταφορά τους. 3. σύστημα πέδησης που χρησιμοποιείται στα τρένα: συμβατικά ~α από χυτοσίδηρο. Συνθετικά ~α οχημάτων σιδηροδρόμου. [< 1: γαλλ. patin à roulettes]

παγοπέδιλο

παγοπέδιλο πα-γο-πέ-δι-λο ουσ. (ουδ.) {συνηθέστ. στον πληθ.}: ειδικό υπόδημα με μεταλλική λεπίδα, κατάλληλο για ολίσθηση σε πάγο. Πβ. πατίνι. [< γαλλ. patin à glace]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.