Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • τρυγία τρυ-γί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. & (λαϊκό) τρυγιά: κατακάθι κρασιού στα δοχεία ή στους χώρους αποθήκευσής του. Πβ. οινολάσπη. 2. ΙΑΤΡ. σκληρή ουσία στην επιφάνεια των δοντιών, κυρ. κοντά στα ούλα, που δημιουργείται από την οδοντική πλάκα και τα συστατικά του σάλιου: αφαίρεση της ~ας (από τον οδοντίατρο). Οδοντόκρεμα κατά της ~ας. Βλ. αποτρύγωση. ΣΥΝ. πέτρα (4) [< 1: μτγν. τρυγία 2: γαλλ. tartre]

αποτρύγωση

αποτρύγωση [ἀποτρύγωση] α-πο-τρύ-γω-ση ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. αφαίρεση τρυγίας (πέτρας) και πλάκας από την οδοντική επιφάνεια. Πβ. καθαρισμός.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.