Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • τρυγόνα τρυ-γό-να ουσ. (θηλ.) 1. ΟΡΝΙΘ. θηλυκό τρυγόνι. 2. ΙΧΘΥΟΛ. είδος σαλαχιού (επιστ. ονομασ. Dasyatis pastinaca) με πριονωτό δηλητηριώδες αγκάθι στην ουρά του. 3. ποντιακός κυκλικός χορός με φορά προς τα αριστερά. [< 1,2: αρχ. τρυγών]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.