τρυπάνι τρυ-πά-νι ουσ. (ουδ.) {τρυπαν-ιού}: ΤΕΧΝΟΛ. εργαλείο με το οποίο ανοίγονται τρύπες σε επιφάνειες· αποτελείται από μία βάση πάνω στην οποία εφαρμόζονται αιχμές ή εξαρτήματα που περιστρέφονται: ηλεκτρικό/κρουστικό/περιστροφικό/χειροκίνητο ~. ~ μπετόν/ξύλου. Κεφαλή/μύτη ~ιού. ~ια μετάλλου/τιτανίου. ~ια αέρος. Ελικοειδή ~ια. Σετ ~ιών. Πβ. αρίδα, δράπανο, μπλακεντέκερ. Βλ. κομπρεσέρ, ματικάπι, ποτηροτρύπανο. ΣΥΝ. τριβέλι (3) ● Υποκ.: τρυπανάκι (το) [< μτγν. τρυπάνιον]
τρυπανίζω τρυ-πα-νί-ζω ρ. (μτβ.) {τρυπάνιζ-ε, τρυπανί-σει}: τρυπώ με τρυπάνι: ~ει τον τοίχο.|| (συνήθ. μτφ.) Μια σκέψη μου ~ε το μυαλό. Πβ. σφυροκοπώ, τριβελίζω. [< μτγν. τρυπανίζω]
τρυπάνισμα τρυ-πά-νι-σμα ουσ. (ουδ.): δημιουργία τρύπας με τρυπάνι: ~ σε μέταλλο/ξύλο/τούβλα.
τρυπανισμός τρυ-πα-νι-σμός ουσ. (αρσ.): ΙΑΤΡ. ανάτρηση: ~ του κρανίου. Βλ. -ισμός. [< πβ. μτγν. τρυπανισμός ‘εργασία με τρυπάνι’, γαλλ. trépanation]
κομπρεσέρκο-μπρε-σέρ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΤΕΧΝΟΛ. μηχάνημα, κρουστικό εργαλείο με τρυπάνι στην άκρη του, το οποίο λειτουργεί με συμπιεσμένο αέρα που το κάνει να πάλλεται, ώστε να μπορεί να θραύει σκληρές επιφάνειες (από πέτρα, τσιμέντο): φορητό ~. ~ αέρος. Τρακτέρ-~. Ο θόρυβος του ~. Ηλεκτρικά ~. Πβ. αεροσυμπιεστής. Βλ. αερόσφυρα. [< γαλλ. (rouleau) compresseur]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.