Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • τρυποκάρυδο τρυ-πο-κά-ρυ-δο ουσ. (ουδ.): ΟΡΝΙΘ. μικρόσωμο καφετί πτηνό (επιστ. ονομασ. Troglodytes troglodytes) που μοιάζει με σπουργίτι, έχει μυτερό ράμφος και κοντή ουρά και τρυπώνει σε κοιλότητες δέντρων, για να βρει τροφή ή για να κουρνιάσει. ΣΥΝ. τρυποκάρυδος (1), τρυποφράχτης, τρωγλοδύτης (3)
  • τρυποκάρυδος τρυ-πο-κά-ρυ-δος ουσ. (αρσ.) ΟΡΝΙΘ. 1. τρυποκάρυδο. 2. (καταχρ.) δρυοκολάπτης.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.