τρυφερότητα τρυ-φε-ρό-τη-τα ουσ. (θηλ.): η ιδιότητα που χαρακτηρίζει τον τρυφερό: ~ του δέρματος/κρέατος. Πβ. απαλότητα.|| (μτφ.) Γυναικεία/μητρική/παιδική ~. Εκδηλώσεις/πράξη ~ας. ~ του έργου/της ματιάς/των στίχων/της ψυχής. Νιώθω μεγάλη συμπάθεια και ~ για κάποιον. Μιλώ/συμπεριφέρομαι με ~. Έχει ανάγκη από ~. Πβ. ευαισθησία, στοργή. Βλ. -ότητα. ΣΥΝ. τρυφεράδα ΑΝΤ. σκληρότητα, τραχύτητα ● τρυφερότητες (οι): συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από διαχυτικότητα και συνήθ. ερωτική διάθεση: Άρχισαν τα χάδια και τις ~ (πβ. γλύκες, ερωτοτροπίες, ζαχαρώματα). [< αρχ. τρυφερότης ‘μαλακότητα, λεπτότητα’]
-ότητα
-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη).2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.