Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • τρυφερότητα τρυ-φε-ρό-τη-τα ουσ. (θηλ.): η ιδιότητα που χαρακτηρίζει τον τρυφερό: ~ του δέρματος/κρέατος. Πβ. απαλότητα.|| (μτφ.) Γυναικεία/μητρική/παιδική ~. Εκδηλώσεις/πράξη ~ας. ~ του έργου/της ματιάς/των στίχων/της ψυχής. Νιώθω μεγάλη συμπάθεια και ~ για κάποιον. Μιλώ/συμπεριφέρομαι με ~. Έχει ανάγκη από ~. Πβ. ευαισθησία, στοργή. Βλ. -ότητα. ΣΥΝ. τρυφεράδα ΑΝΤ. σκληρότητα, τραχύτητα ● τρυφερότητες (οι): συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από διαχυτικότητα και συνήθ. ερωτική διάθεση: Άρχισαν τα χάδια και τις ~ (πβ. γλύκες, ερωτοτροπίες, ζαχαρώματα). [< αρχ. τρυφερότης ‘μαλακότητα, λεπτότητα’]

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.