Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 8 εγγραφές  [0-8]


  • τρύπα [τρῦπα] τρύ-πα ουσ. (θηλ.) 1. άνοιγμα κυκλικού σχήματος σε επιφάνεια: διαμπερής/τυφλή ~. ~ στην εξάτμιση/στο οδόστρωμα/στη σκεπή/στον τοίχο. Δημιουργία/διάνοιξη ~ας. Βουλώνω/κλείνω/μπαλώνω/φράζω μια ~. Τα παπούτσια του είχαν ~ες. Πέρασαν μέσα από την ~ του φράχτη.|| H ~ της κλειδαριάς (= κλειδαρότρυπα). Κόσκινο με μεγάλες ~ες. Τυρί με ~ες.|| Έκανε ~ στο αυτί/στον αφαλό/στη μύτη/στο φρύδι (: έβαλε σκουλαρίκι). ΣΥΝ. οπή (1) 2. κοιλότητα: υπόγεια ~. ~ του βράχου. Άνοιξαν μια ~ στο έδαφος.|| Ο λαγός/το ποντίκι βγήκε από την ~ του (: φωλιά).|| (μτφ.-προφ.) Μετά από τέτοιο διασυρμό έψαχνε ~, για να κρυφτεί. Βρήκε ~ (πβ. ευκαιρία) και μπήκε στην εταιρεία (: τον προσέλαβαν). || (λ. ταμπού): γυναικείο αιδοίο ή πρωκτός. 3. (μτφ.) κενό, έλλειψη: ~ στον νόμο. Η άμυνα της ομάδας είχε ~ες (πβ. αδυναμίες).|| Προσπαθούν να κλείσουν την ~ του ελλείμματος.|| Το λειτουργικό σύστημα είναι γεμάτο ~ες (= διάτρητο). Μια νέα ~ ασφαλείας εντοπίστηκε στην εφαρμογή. 4. (μτφ.-μειωτ.) πολύ στενός, περιορισμένος χώρος: Δουλεύει/μένει σε μια ~. ● Υποκ.: τρυπίτσα, τρυπούλα (η) ● Μεγεθ.: τρυπάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: άσπρη τρύπα 1. ΑΣΤΡΟΝ. & λευκή οπή: υποθετική περιοχή στο Διάστημα από την οποία μπορεί να διαφύγει ύλη και φως. 2. (μτφ.) πλεόνασμα δημοσίων οργανισμών και ταμείων κοινωνικής ασφάλισης. [< 1: αγγλ. white hole, 1971] , μαύρη τρύπα 1. ΑΣΤΡΟΝ. & μελανή οπή: συγκέντρωση σημαντικά μεγάλης μάζας στο Διάστημα με ισχυρή βαρυτική έλξη, ώστε να μην επιτρέπει ούτε στο φως να ξεφεύγει από αυτή: ~ ~ στο κέντρο του γαλαξία. Βλ. σκουληκότρυπα. 2. (μτφ.) έλλειμμα: ~ ~ στα έσοδα/στον προϋπολογισμό. 3. αδιέξοδη κατάσταση: η ~ ~ της κατάθλιψης/της κρίσης/της πανδημίας. [< 1: αγγλ. black hole, 1964] , τρύπα του όζοντος βλ. όζον ● ΦΡ.: κάνω μια τρύπα στο νερό (προφ.): προσπαθώ μάταια, χωρίς αποτέλεσμα: Παρά την επιμονή του, έκανε μια ~ ~. Και τελικά τι κατάφερες; Μια ~ ~., κλείνω/βουλώνω/μπαλώνω (τις) τρύπες (μτφ.): καλύπτω ποικίλα κενά, συνήθ. με πρόχειρο τρόπο: Τρέχω να ~σω τις ~ που άνοιξαν με τα χρέη., περνώ (κάτι) από την τρύπα/το μάτι της βελόνας (μτφ.-εμφατ.): περνώ από πολύ στενή δίοδο και κατ' επέκτ. επιτυγχάνω κάτι πολύ δύσκολο: Ο διεθνής άσος πέρασε την μπάλα ~ ~ και έβαλε γκολ., βγάζω το φίδι απ' την τρύπα βλ. φίδι, η τελευταία τρύπα του ζουρνά βλ. ζουρνάς1 [< 1,2: μτγν. τρῦπα]
  • τρυπάνι τρυ-πά-νι ουσ. (ουδ.) {τρυπαν-ιού}: ΤΕΧΝΟΛ. εργαλείο με το οποίο ανοίγονται τρύπες σε επιφάνειες· αποτελείται από μία βάση πάνω στην οποία εφαρμόζονται αιχμές ή εξαρτήματα που περιστρέφονται: ηλεκτρικό/κρουστικό/περιστροφικό/χειροκίνητο ~. ~ μπετόν/ξύλου. Κεφαλή/μύτη ~ιού. ~ια μετάλλου/τιτανίου. ~ια αέρος. Ελικοειδή ~ια. Σετ ~ιών. Πβ. αρίδα, δράπανο, μπλακεντέκερ. Βλ. κομπρεσέρ, ματικάπι, ποτηροτρύπανο. ΣΥΝ. τριβέλι (3) ● Υποκ.: τρυπανάκι (το) [< μτγν. τρυπάνιον]
  • τρυπανίζω τρυ-πα-νί-ζω ρ. (μτβ.) {τρυπάνιζ-ε, τρυπανί-σει}: τρυπώ με τρυπάνι: ~ει τον τοίχο.|| (συνήθ. μτφ.) Μια σκέψη μου ~ε το μυαλό. Πβ. σφυροκοπώ, τριβελίζω. [< μτγν. τρυπανίζω]
  • τρυπάνισμα τρυ-πά-νι-σμα ουσ. (ουδ.): δημιουργία τρύπας με τρυπάνι: ~ σε μέταλλο/ξύλο/τούβλα.
  • τρυπανισμός τρυ-πα-νι-σμός ουσ. (αρσ.): ΙΑΤΡ. ανάτρηση: ~ του κρανίου. Βλ. -ισμός. [< πβ. μτγν. τρυπανισμός ‘εργασία με τρυπάνι’, γαλλ. trépanation]
  • τρυπανόσωμα τρυ-πα-νό-σω-μα ουσ. (ουδ.): ΖΩΟΛ. -ΒΙΟΛ. γένος πρωτόζωων της ομοταξίας των μαστιγοφόρων, τα οποία ζουν παρασιτικά στο αίμα ανθρώπων και ζώων, προκαλώντας τρυπανοσωμίαση. [< γαλλ. trypanosome, αγγλ. trypanosoma]
  • τρυπανοσωμίαση τρυ-πα-νο-σω-μί-α-ση ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. λοίμωξη που προκαλείται από τα τρυπανοσώματα και μπορεί να οδηγήσει στον θάνατο: αμερικανική ~ (: μεταδίδεται μέσω κοριών). Αφρικανική ~ (= ασθένεια/νόσος του ύπνου, βλ. τσε τσε). Βλ. -ίαση. [< γαλλ. trypanosomiase, 1905, αγγλ. trypanosomiasis, 1902]
  • τρυπάω βλ. τρυπώ

ζουρνάς1

ζουρνάς1 ζουρ-νάς ουσ. (αρσ.) {ζουρνάδες}: ΜΟΥΣ. αερόφωνο, ξύλινο όργανο με οξύ διαπεραστικό ήχο. Βλ. αυλός, όμποε. ΣΥΝ. καραμούζα, πίπιζα ● ΦΡ.: η τελευταία τρύπα του ζουρνά (προφ.): για κάποιον που βρίσκεται στο χαμηλότερο σκαλί ιεραρχίας, που θεωρείται ασήμαντος και δεν έχει τη δύναμη να επηρεάσει τις εξελίξεις. ΣΥΝ. ο τελευταίος τροχός της αμάξης [< μεσν. ζουρνάς < τουρκ. zurna]

-ίαση

-ίαση: επίθημα ιατρικών όρων για δήλωση πάθησης ή νόσου: μολυβδ~/μυδρ~/μυκητ~/ψωρ~. Βλ. -ία, -ίτιδα, -πάθεια, -ωση2.

-ισμός

-ισμός επίθημα αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει 1. ενέργεια, αποτέλεσμα: καταρτ~/μεταβολ~/πανηγυρ~/παραθερ~/συμψηφ~/υπνωτ~.|| Oραματ~/προβληματ~. 2. θεωρία, τέχνη: αγνωστικ~/δαρβιν~/δυϊσμός/ουμαν~/πλουραλ~/σχετικ~. Kαπιταλ~/κομμουν~/σοσιαλ~.|| (αρνητ.) Σκοταδ~.|| (κίνημα:) Δημοτικ~. Φεμιν~.|| (διδασκαλία:) Στωικ~/χριστιαν~. Μανιχα-ϊσμός.|| Κλασικ~/μινιμαλ~/ρεαλ~/ρομαντ~. 3. στάση, συμπεριφορά: αλτρου~.|| (συνήθ. μειωτ.) Αριβ~/ατομ~/εγω~/σοβιν~/στρουθοκαμηλ~/χαμαιλεοντ~/χαφιεδ~. 4. ενασχόληση, δραστηριότητα: αθλητ~/ακτιβ~/αλπιν~/προσκοπ~. 5. ΙΑΤΡ. πάθηση, νόσο: δαλτον~. 6. φαινόμενο: γεωτροπ~/ιον~.|| Γαλλ~.

κομπρεσέρ

κομπρεσέρ κο-μπρε-σέρ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΤΕΧΝΟΛ. μηχάνημα, κρουστικό εργαλείο με τρυπάνι στην άκρη του, το οποίο λειτουργεί με συμπιεσμένο αέρα που το κάνει να πάλλεται, ώστε να μπορεί να θραύει σκληρές επιφάνειες (από πέτρα, τσιμέντο): φορητό ~. ~ αέρος. Τρακτέρ-~. Ο θόρυβος του ~. Ηλεκτρικά ~. Πβ. αεροσυμπιεστής. Βλ. αερόσφυρα. [< γαλλ. (rouleau) compresseur]

όζον

όζον [ὄζον] ό-ζον ουσ. (ουδ.) {όζ-οντος}: ΧΗΜ. ασταθές, δύσοσμο αέριο γαλάζιου χρώματος το οποίο αποτελεί αλλοτροπική, τριατομική μορφή του οξυγόνου (σύμβ. O₃) και βρίσκεται στα ανώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας: ~ της στρατόσφαιρας (: καλό ~)/τροπόσφαιρας (: κακό ~). Ασπίδα/ζώνη/καταστροφή/μέτρηση/τιμές του ~οντος. Το ~ ως ισχυρό οξειδωτικό μέσο. Αύξηση ρεκόρ (των επιπέδων) του ~οντος. Βλ. φαινόμενο του θερμοκηπίου.|| (ΙΑΤΡ.) Η θεραπεία με ~ (= οζονοθεραπεία) ως εναλλακτική αγωγή κατά του καρκίνου. ● ΣΥΜΠΛ.: στρώμα/στιβάδα του όζοντος: ΜΕΤΕΩΡ. ανώτερο στρώμα της στρατόσφαιρας στο οποίο παρατηρείται υψηλή συγκέντρωση όζοντος, απαραίτητη για την απορρόφηση της υπεριώδους ακτινοβολίας. ΣΥΝ. οζονόσφαιρα [< αγγλ. ozone layer, 1927] , τρύπα του όζοντος: ΜΕΤΕΩΡ. μείωση της συγκέντρωσης του όζοντος σε μια περιοχή της στρατόσφαιρας με αποτέλεσμα την είσοδο της υπεριώδους ακτινοβολίας στα κατώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας: Η ~ ~ μεγαλώνει πάνω από την Ανταρκτική. Βλ. χλωροφθοράνθρακες. [< αγγλ. ozone hole, 1986] [< γερμ. Ozon < ουδ. μτχ. εν. του ρ. ὄζω, αγγλ.-γαλλ. ozone]

σκουληκότρυπα

σκουληκότρυπα σκου-λη-κό-τρυ-πα ουσ. (θηλ.): ΦΥΣ. υποθετικό χωροχρονικό τούνελ που συντομεύει την απόσταση ανάμεσα σε δύο απομακρυσμένα σημεία του Σύμπαντος. Βλ. μαύρη τρύπα. [< αγγλ. wormhole, 1957]

τρυπώ

τρυπώ [τρυπῶ] τρυ-πώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {τρυπ-ά κ. -άει ..., -ώντας | τρύπ-ησα, -ήσει, -ιέμαι, -ήθηκα, -ηθεί, -ημένος} & τρυπάω 1. κάνω τρύπα σε κάτι ή έχω, αποκτώ τρύπες: ~ησαν τον τοίχο, για να μπουν στο κατάστημα. ~ησε τα αυτιά της. Βράζουμε τις πατάτες, μέχρι να ~ιούνται με το πιρούνι. Το αυτοκίνητο ήταν ~ημένο από σφαίρες.|| Η βάρκα ~ησε. ~ησε ο θερμοσίφωνας/η τσέπη. ~ημένο: λάστιχο (= τρύπιο). Βλ. δια~, κατα~. 2. τσιμπώ, κεντώ: Ένα αγκάθι τής ~ησε το δάχτυλο. ~ήθηκε από/με βελόνα. Πβ. αγκυλώνω. 3. (μτφ.) διαπερνώ: Το γέλιο του/ο θόρυβος/η φωνή τους μας ~ούσε τα αυτιά. Πβ. σφυροκοπώ.|| Τα λόγια του ~ησαν την καρδιά της. Πβ. πληγώνω. ● Παθ.: τρυπιέμαι (αργκό): κάνω ένεση ναρκωτικής ουσίας ή γενικότ. χρήση ναρκωτικών. ● ΦΡ.: να μου τρυπήσεις τη μύτη βλ. μύτη [< 1: αρχ. τρυπῶ]

φίδι

φίδι φί-δι ουσ. (ουδ.) {φιδ-ιού} 1. ΖΩΟΛ. ερπετό με μακρόστενο, κυλινδρικό, φολιδωτό σώμα, χωρίς άκρα και ακουστικούς πόρους, που μετακινείται με πλευρικές κυματοειδείς κινήσεις: ακίνδυνο/δενδρόβιο/ημερόβιο/υδρόβιο/δηλητηριώδες (ή ιοβόλο)/κουλουριασμένο ~. Δάγκωμα/τσίμπημα ~ιού. Η ουρά/φωλιά του ~ιού. ~ια σφιγκτήρες. Το ~ σέρνεται. Τον τσίμπησε ~. Πβ. όφις. Βλ. ανακόντα, βόας, δεντρογαλιά, κόμπρα, κροταλίας, λαφιάτης, νεροφίδα, πύθωνας, σαΐτα.|| Βραχιόλι σε σχήμα ~ιού.|| (προφ.) Ζώνη/τσάντα από ~ (: από δέρμα ~ιού). 2. (μτφ.) πρόσωπο κακόβουλο, μοχθηρό, ύπουλο: φίλη-~. Βλ. εχθρός. ΣΥΝ. οχιά (2) ● ΣΥΜΠΛ.: το αβγό του φιδιού βλ. αβγό & αυγό ● ΦΡ.: βγάζω το φίδι απ' την τρύπα (μτφ.): αναλαμβάνω ένα δύσκολο και επικίνδυνο έργο, συνήθ. προς όφελος των πολλών: Πάλι εγώ θα βγάλω ~ ~; ΣΥΝ. βγάζω τα κάστανα απ' τη φωτιά, μαύρο φίδι που σ' έφαγε/θα σε φάει βλ. τρώω, με ζώνουν τα (μαύρα) φίδια βλ. ζώνω, ο λάκκος των λεόντων/με τα φίδια βλ. λάκκος, φίδι κολοβό βλ. κολοβός, φίδι στον κόρφο μου βλ. κόρφος [< μεσν. φίδι]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.