ζουρνάς1 ζουρ-νάς ουσ. (αρσ.) {ζουρνάδες}: ΜΟΥΣ. αερόφωνο, ξύλινο όργανο με οξύ διαπεραστικό ήχο. Βλ. αυλός, όμποε. ΣΥΝ. καραμούζα, πίπιζα ● ΦΡ.: η τελευταία τρύπα του ζουρνά (προφ.): για κάποιον που βρίσκεται στο χαμηλότερο σκαλί ιεραρχίας, που θεωρείται ασήμαντος και δεν έχει τη δύναμη να επηρεάσει τις εξελίξεις. ΣΥΝ. ο τελευταίος τροχός της αμάξης [< μεσν. ζουρνάς < τουρκ. zurna]
-ίαση: επίθημα ιατρικών όρων για δήλωση πάθησης ή νόσου: μολυβδ~/μυδρ~/μυκητ~/ψωρ~. Βλ. -ία, -ίτιδα, -πάθεια, -ωση2.
-ισμός επίθημα αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει 1. ενέργεια, αποτέλεσμα: καταρτ~/μεταβολ~/πανηγυρ~/παραθερ~/συμψηφ~/υπνωτ~.|| Oραματ~/προβληματ~. 2. θεωρία, τέχνη: αγνωστικ~/δαρβιν~/δυϊσμός/ουμαν~/πλουραλ~/σχετικ~. Kαπιταλ~/κομμουν~/σοσιαλ~.|| (αρνητ.) Σκοταδ~.|| (κίνημα:) Δημοτικ~. Φεμιν~.|| (διδασκαλία:) Στωικ~/χριστιαν~. Μανιχα-ϊσμός.|| Κλασικ~/μινιμαλ~/ρεαλ~/ρομαντ~. 3. στάση, συμπεριφορά: αλτρου~.|| (συνήθ. μειωτ.) Αριβ~/ατομ~/εγω~/σοβιν~/στρουθοκαμηλ~/χαμαιλεοντ~/χαφιεδ~. 4. ενασχόληση, δραστηριότητα: αθλητ~/ακτιβ~/αλπιν~/προσκοπ~. 5. ΙΑΤΡ. πάθηση, νόσο: δαλτον~. 6. φαινόμενο: γεωτροπ~/ιον~.|| Γαλλ~.
κομπρεσέρ κο-μπρε-σέρ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΤΕΧΝΟΛ. μηχάνημα, κρουστικό εργαλείο με τρυπάνι στην άκρη του, το οποίο λειτουργεί με συμπιεσμένο αέρα που το κάνει να πάλλεται, ώστε να μπορεί να θραύει σκληρές επιφάνειες (από πέτρα, τσιμέντο): φορητό ~. ~ αέρος. Τρακτέρ-~. Ο θόρυβος του ~. Ηλεκτρικά ~. Πβ. αεροσυμπιεστής. Βλ. αερόσφυρα. [< γαλλ. (rouleau) compresseur]
όζον [ὄζον] ό-ζον ουσ. (ουδ.) {όζ-οντος}: ΧΗΜ. ασταθές, δύσοσμο αέριο γαλάζιου χρώματος το οποίο αποτελεί αλλοτροπική, τριατομική μορφή του οξυγόνου (σύμβ. O₃) και βρίσκεται στα ανώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας: ~ της στρατόσφαιρας (: καλό ~)/τροπόσφαιρας (: κακό ~). Ασπίδα/ζώνη/καταστροφή/μέτρηση/τιμές του ~οντος. Το ~ ως ισχυρό οξειδωτικό μέσο. Αύξηση ρεκόρ (των επιπέδων) του ~οντος. Βλ. φαινόμενο του θερμοκηπίου.|| (ΙΑΤΡ.) Η θεραπεία με ~ (= οζονοθεραπεία) ως εναλλακτική αγωγή κατά του καρκίνου. ● ΣΥΜΠΛ.: στρώμα/στιβάδα του όζοντος: ΜΕΤΕΩΡ. ανώτερο στρώμα της στρατόσφαιρας στο οποίο παρατηρείται υψηλή συγκέντρωση όζοντος, απαραίτητη για την απορρόφηση της υπεριώδους ακτινοβολίας. ΣΥΝ. οζονόσφαιρα [< αγγλ. ozone layer, 1927] , τρύπα του όζοντος: ΜΕΤΕΩΡ. μείωση της συγκέντρωσης του όζοντος σε μια περιοχή της στρατόσφαιρας με αποτέλεσμα την είσοδο της υπεριώδους ακτινοβολίας στα κατώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας: Η ~ ~ μεγαλώνει πάνω από την Ανταρκτική. Βλ. χλωροφθοράνθρακες. [< αγγλ. ozone hole, 1986] [< γερμ. Ozon < ουδ. μτχ. εν. του ρ. ὄζω, αγγλ.-γαλλ. ozone]
σκουληκότρυπα σκου-λη-κό-τρυ-πα ουσ. (θηλ.): ΦΥΣ. υποθετικό χωροχρονικό τούνελ που συντομεύει την απόσταση ανάμεσα σε δύο απομακρυσμένα σημεία του Σύμπαντος. Βλ. μαύρη τρύπα. [< αγγλ. wormhole, 1957]
τρυπώ [τρυπῶ] τρυ-πώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {τρυπ-ά κ. -άει ..., -ώντας | τρύπ-ησα, -ήσει, -ιέμαι, -ήθηκα, -ηθεί, -ημένος} & τρυπάω 1. κάνω τρύπα σε κάτι ή έχω, αποκτώ τρύπες: ~ησαν τον τοίχο, για να μπουν στο κατάστημα. ~ησε τα αυτιά της. Βράζουμε τις πατάτες, μέχρι να ~ιούνται με το πιρούνι. Το αυτοκίνητο ήταν ~ημένο από σφαίρες.|| Η βάρκα ~ησε. ~ησε ο θερμοσίφωνας/η τσέπη. ~ημένο: λάστιχο (= τρύπιο). Βλ. δια~, κατα~. 2. τσιμπώ, κεντώ: Ένα αγκάθι τής ~ησε το δάχτυλο. ~ήθηκε από/με βελόνα. Πβ. αγκυλώνω. 3. (μτφ.) διαπερνώ: Το γέλιο του/ο θόρυβος/η φωνή τους μας ~ούσε τα αυτιά. Πβ. σφυροκοπώ.|| Τα λόγια του ~ησαν την καρδιά της. Πβ. πληγώνω. ● Παθ.: τρυπιέμαι (αργκό): κάνω ένεση ναρκωτικής ουσίας ή γενικότ. χρήση ναρκωτικών. ● ΦΡ.: να μου τρυπήσεις τη μύτη βλ. μύτη [< 1: αρχ. τρυπῶ]
φίδι φί-δι ουσ. (ουδ.) {φιδ-ιού} 1. ΖΩΟΛ. ερπετό με μακρόστενο, κυλινδρικό, φολιδωτό σώμα, χωρίς άκρα και ακουστικούς πόρους, που μετακινείται με πλευρικές κυματοειδείς κινήσεις: ακίνδυνο/δενδρόβιο/ημερόβιο/υδρόβιο/δηλητηριώδες (ή ιοβόλο)/κουλουριασμένο ~. Δάγκωμα/τσίμπημα ~ιού. Η ουρά/φωλιά του ~ιού. ~ια σφιγκτήρες. Το ~ σέρνεται. Τον τσίμπησε ~. Πβ. όφις. Βλ. ανακόντα, βόας, δεντρογαλιά, κόμπρα, κροταλίας, λαφιάτης, νεροφίδα, πύθωνας, σαΐτα.|| Βραχιόλι σε σχήμα ~ιού.|| (προφ.) Ζώνη/τσάντα από ~ (: από δέρμα ~ιού). 2. (μτφ.) πρόσωπο κακόβουλο, μοχθηρό, ύπουλο: φίλη-~. Βλ. εχθρός. ΣΥΝ. οχιά (2) ● ΣΥΜΠΛ.: το αβγό του φιδιού βλ. αβγό & αυγό ● ΦΡ.: βγάζω το φίδι απ' την τρύπα (μτφ.): αναλαμβάνω ένα δύσκολο και επικίνδυνο έργο, συνήθ. προς όφελος των πολλών: Πάλι εγώ θα βγάλω ~ ~; ΣΥΝ. βγάζω τα κάστανα απ' τη φωτιά, μαύρο φίδι που σ' έφαγε/θα σε φάει βλ. τρώω, με ζώνουν τα (μαύρα) φίδια βλ. ζώνω, ο λάκκος των λεόντων/με τα φίδια βλ. λάκκος, φίδι κολοβό βλ. κολοβός, φίδι στον κόρφο μου βλ. κόρφος [< μεσν. φίδι]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ