Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • τσάντα τσά-ντα ουσ. (θηλ.): αντικείμενο, συνήθ. δερμάτινο ή υφασμάτινο, σε διάφορα σχήματα, για την τοποθέτηση και μεταφορά προσωπικών ή άλλων αντικειμένων· ειδικότ. αξεσουάρ της γυναικείας ένδυσης: επαγγελματική/κρεμαστή/μαλακή/πάνινη/πλαστική/πρακτική/σχολική (πβ. σάκα)/ταξιδιωτική (βλ. σακίδιο) ~. ~ γραφείου (= χαρτοφύλακας)/λάπτοπ/συνεδρίου/ταχυδρόμου (: που έχει μακρύ λουρί και φοριέται χιαστί). ~ πλάτης/χειρός/ώμου. ~ τρόλεϊ/φάκελος. ~ για έγγραφα/ψώνια. Οικολογικές/χάρτινες ~ες και σακούλες.|| Βραδινές/επώνυμες ~ες. ~ες πολυτελείας. ● Υποκ.: τσαντάκι (το), τσαντούλα (η) ● Μεγεθ.: τσαντάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: τσαντάκι μέσης: αυτό που έχει ζώνη, η οποία περνιέται γύρω από τη μέση. Πβ. μπανάνα. [< τουρκ. çanta]
  • τσαντάκιας τσα-ντά-κιας ουσ. (αρσ.) (προφ.): νεαρός κυρ. άνδρας που κλέβει τσάντες, κυρ. από γυναίκες, συνήθ. οδηγώντας μηχανή: Συνελήφθη ~. Έπιασαν τον ~ια. Βλ. -άκιας, πορτοφολάς, τσαντιά.

-άκιας

-άκιας {-άκηδες}: παραγωγικό επίθημα αρσενικών ουσιαστικών με μειωτική συνήθ. σημασία: εξυπν~/τυχερ~.|| Γυαλ~/καλοπερασ~/μουστ~/μπαχαλ~/τσαντ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.